Πρωτοσέλιδα, εκπομπές, δημοσιεύματα, διαμαρτυρίες και άλλες «θύελλες» αλλά και μια επερώτηση στη Βουλή από τον βουλευτή Κυκλάδων Ν.Συρμαλένιο είχε προκαλέσει ο…βυθός του λιμανιού της Σύρου. Ισως όχι ακριβώς ο βυθός, όπως πλέον γνωρίζουμε μετά την αξιόπιστη μελέτη του ΕΛΚΕΘΕ, αλλά…οι φήμες. Διότι πώς αλλιώς μπορεί κάποιος να χαρακτηρίσει στοιχεία τα οποία δεν είχαν καμία επιστημονική βάση αφού επί της ουσίας ΔΕΝ υπήρξε μελέτη, ΔΕΝ υπήρξε πιστοποιημένη έρευνα και ΔΕΝ υπήρξε πιστοποιημένη δειγματοληψία στις ανακοινώσεις αλλά δόθηκαν στη δημοσιότητα από τον περιβαλλοντικό σύλλογο-κατά δήλωσή τους- Παρατηρητήριο συκοφαντώντας, ουσιαστικά, το ναυπηγείο του Νεωρίου ότι δήθεν μόλυνε με βαρέα μέταλλα το υποθαλάσσιο περιβάλλον; Αλλά και πώς μπορεί να χαρακτηρίσει κάποιος όσους βασίστηκαν σε αντιεπιστημονικά στοιχεία για να προκαλέσουν τελικώς ένα είδος εμφύλιου μεταξύ φορέων και πολιτών της τοπικής κοινωνίας; Ματαίως επιχειρηματολογούσαν η ιδιοκτησία και οι εργαζόμενοι του Νεωρίου αλλά και οι ειδικοί ότι η όποια σχετική έρευνα δεν μπορεί να βασίζεται σε δύτες συλλογής θαλάσσιων σκουπιδιών (ΜΚΟ Aegean Rebreath), αλλά η μεθοδολογία λήψης δειγμάτων ιζήματος και ανάλυσης προκειμένου να έχει εγκυρότητα πρέπει να γίνεται από δημόσια πιστοποιημένα εργαστήρια και εξειδικευμένους φορείς.
ΕΛΚΕΘΕ: «Τα βαρέα μέταλλα και οι ρύποι στο λιμάνι της Ερμούπολης είναι πολύ χαμηλότερα από τα όρια της Ε.Ε. για τα ύδατα»
Τελικά, όπως επισήμως πλέον συμπεραίνει το ΕΛΚΕΘΕ (Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών-Ινστιτιούτο Ωκεανογραφίας), αφενός μέν «Τα βαρέα μέταλλα και οι ρύποι στο λιμάνι της Ερμούπολης είναι πολύ χαμηλότερα από τα όρια της Ε.Ε. για τα ύδατα» αφετέρου “οι μετρήσεις στους πυρήνες των ιζημάτων δείχνουν ότι η όποια επιβάρυνση που διαπιστώθηκε αντιστοιχεί σε χρονική περίοδο αρκετών δεκαετιών και δεν μπορεί να αποδοθεί σε πρόσφατες δραστηριότητες στην περιοχή.”. Πολύ κακό για το τίποτα δηλαδή. Η, όπως δήλωσε ο Περιφερειάρχης Νοτίου Αιγαίου Γιώργος Χατζημάρκος μετά την απόδοση στη δημοσιότητα μελέτης – έρευνας που ολοκλήρωσε το ΕΛΚΕΘΕ: “Με τη συγκεκριμένη μελέτη δίνεται ένα τέλος στην παραφιλολογία που κάποιοι για τους δικούς τους, προσωπικούς τους λόγους, κρατούσαν στην επιφάνεια”.
Τα συμπεράσματα της μελέτης σε ό, τι αφορά βαρέα μέταλλα και οργανικούς ρύπους στο θαλασσινό νερό
Οι συγκεντρώσεις τόσο των βαρέων μετάλλων όσο και των οργανικών ρύπων στο θαλασσινό νερό ήταν μικρές και σαφώς μικρότερες από τα όρια που έχουν τεθεί από τις Ευρωπαϊκές οδηγίες για τα ύδατα (2000/60/ΕΚ και 2008/105/ΕΚ) και τα πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος που ορίζονται από την Ελληνική νομοθεσία (ΚΥΑ 170766, ΦΕΚ 69Β, 22/1/2016).
Με βάση τα παραπάνω το θαλασσινό νερό στον κόλπο της Ερμούπολης την περίοδο της δειγματοληψίας βρέθηκε σε καλή περιβαλλοντική κατάσταση σε ότι αφορά τη ρύπανση από χημικές ουσίες.
Σε ό, τι αφορά Υδρογονάνθρακες στα θαλάσσια ιζήματα
Σε ότι αφορά τους αλειφατικούς υδρογονάνθρακες στα θαλάσσια ιζήματα, οι συγκεντρώσεις τους βρέθηκαν σχετικά αυξημένες σε όλη την περιοχή και υποδεικνύουν ήπια ρύπανση από πετρελαιοειδή, εικόνα που είναι συνηθισμένη στα λιμάνια και σχετίζεται με την κίνηση των πλοίων. Η πετρελαϊκή ρύπανση στον κόλπο της Ερμούπολης είναι σαφώς μικρότερη από αυτή που έχει μετρηθεί στα μεγάλα λιμάνια της χώρας (Πειραιάς, Θεσσαλονίκη, Πάτρα). Οι αυξημένες τιμές των πετρελαϊκών υδρογονανθράκων ανιχνεύονται και στους πυρήνες των ιζημάτων μέχρι βάθος ~20 cm γεγονός που δείχνει ότι αυτή η ήπια επιβάρυνση αντιστοιχεί σε χρονική περίοδο αρκετών δεκαετιών.
Σε ότι αφορά τους πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες (ΠΑΥ), οι συγκεντρώσεις τους βρέθηκαν σημαντικά αυξημένες σχεδόν σε όλα τα δείγματα εντός του κόλπου της Ερμούπολης αλλά και στον σταθμό αναφοράς που τοποθετήθηκε εκτός του λιμανιού. Τα διαγνωστικά κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν έδειξαν ότι πρόκειται για ενώσεις που προέρχονται από καύση οργανικής ύλης(πυρολυτική προέλευση). Η έντονη παρουσία των ενώσεων αυτών στο θαλάσσιο πυθμένα δεν μπορεί να συσχετιστεί με την κυκλοφορία των πλοίων ή με ναυπηγικές δραστηριότητες. Η συνήθης πηγή τους είναι χερσαίες βιομηχανικές δραστηριότητες που περιλαμβάνουν διαδικασίες καύσης. Στο θαλάσσιο περιβάλλον φθάνουν συνήθως μέσω αγωγών ή άλλων χερσαίων απορροών. Οι μετρήσεις στους πυρήνες έδειξαν ιδιαίτερα μεγάλες τιμές μέχρι το βάθος των 20 cm γεγονός που δείχνει και σε αυτή την περίπτωση επιβάρυνση σε βάθος αρκετών δεκαετιών.
Σε ό, τι αφορά Βαρέα μέταλλα και ιχνοστοιχεία στα θαλάσσια ιζήματα
Αυξημένες τιμές ανιχνεύθηκαν για κάποια βαρέα μέταλλα τόσο εντός του κόλπου όσο και στο σταθμό αναφοράς και κυρίως για το χρώμιο, χαλκό και σε μικρότερο βαθμό για τον ψευδάργυρο και το νικέλιο. Όπως και στην περίπτωση των υδρογονανθράκων οι αναλύσεις στους πυρήνες των ιζημάτων δείχνουν ότι η επιβάρυνση του ιζήματος αντιστοιχεί σε χρονική περίοδο πολλών δεκαετιών.Η πηγή της ρύπανσης θα πρέπει να αναζητηθεί στις πολλαπλές ανθρωπογενείς δραστηριότητες που υπήρχαν στην περιοχή. Είναι εξαιρετικά πιθανό οι μεγάλες τιμές του χρωμίου να σχετίζονται με την παλαιότερη λειτουργία των βυρσοδεψείων στην παράκτια ζώνη καθώς είναι γνωστή η χρήση θειικού χρωμίου για την επεξεργασία των δερμάτων.
Τοξικολογικός έλεγχος των ιζημάτων
Τα δείγματα των ιζημάτων χαρακτηρίζονται ως μη τοξικά με βάση τα αποτελέσματα της βιοδοκιμασίας «Microtox® SPT», η οποία εφαρμόστηκε.
Μελέτη ζωοβένθους μαλακού υποστρώματος
Από τη μελέτη της βενθικής μακροπανίδας προκύπτει ότι στην περιοχή επικρατούν τα ανθεκτικά στην οργανική ρύπανση είδη. Αυτό σε συνδυασμό με τις μεγάλες τιμές οργανικού άνθρακα στο ίζημα και τις τιμές του βιοτικού δείκτη BENTIX υποδεικνύουν συνθήκες περιβαλλοντικής διατάραξης και η περιοχή κατατάσσεται σε «Μέτρια» οικολογική ποιότητα.
Γενικό συμπέρασμα
Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει από τις μετρήσεις είναι ότι οι πολλαπλές ανθρωπογενείς πιέσεις που υφίσταται η περιοχή επί πολλές δεκαετίες προκάλεσαν τη συσσώρευση συγκεκριμένων βαρέων μετάλλων και πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων στο θαλάσσιο πυθμένα, η οποία έχει υποβαθμίσει σε κάποιο βαθμό τη βενθική πανίδα, αλλά δεν είναι τέτοια που να δημιουργήσει τοξικότητα στο ίζημα.
Ωστόσο οι μετρήσεις στο θαλασσινό νερό έδειξαν πολύ μικρές τιμές ρυπογόνων ουσιών που το χαρακτηρίζουν σε καλή περιβαλλοντική κατάσταση. Εφόσον διασφαλιστεί η συνέχιση της καλής περιβαλλοντικής κατάστασης στη στήλη του νερού αναμένεται με την πάροδο του χρόνου και η βελτίωση της ποιότητας των ιζημάτων. Οι μετρήσεις στους πυρήνες των ιζημάτων δείχνουν ότι η επιβάρυνση που διαπιστώθηκε αντιστοιχεί σε χρονική περίοδο αρκετών δεκαετιών και δεν μπορεί να αποδοθεί σε πρόσφατες δραστηριότητες στην περιοχή.