του Β. Βρούτση*
Τον τελευταίο χρόνο η ελληνική κοινωνία έχει υπομείνει πολλά. Ανθρώπινες απώλειες χωρίς αποχαιρετισμούς, ανεργία, αναστολή, εφηβεία και νεότητα στην απόγνωση χωρίς τις παρέες τους, τον αθλητισμό την ελευθερία να χαρούν τη νιότη και την ευκαιρία να προετοιμαστούν για το υπόλοιπο της ζωής τους. Οι πολίτες έχουν κουραστεί, έχουν απογοητευτεί.
Παρ’ όλα αυτά αποδέχονται σχεδόν αδιαμαρτύρητα τα όποια μέτρα, με όλες τις παλινωδίες, τους παραλογισμούς, την προσβολή των ατομικών δικαιωμάτων, όχι επειδή είναι νωχελικοί, αλλά επειδή κατανοούν ότι η υγειονομικός κίνδυνος είναι άνευ προηγουμένου. Ο πολίτης φοβάται και ακούει τις οδηγίες των ειδικών, διότι ελπίζει σε σύντομη «απελευθέρωση» ή «επιστροφή στην κανονικότητα» όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, από όσους θεωρούν κανονική την προ Covid-19 εποχή.
Πριν καιρό είχα γράψει, ότι, αυτήν την περίοδο εκεί στη Νέα Δημοκρατία ζουν την απόλυτη «ονείρωξη». Κάποιοι παρεξηγήθηκαν, όμως τα πράγματα με επιβεβαιώνουν. Η πανδημία αποτέλεσε τελικά μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για την κυβέρνηση, να ικανοποιήσει τις φαντασιώσεις της, παγώνοντας την ίδια τη ζωή, περιορίζοντας τις ατομικές ελευθερίες, αναγκάζοντάς τους πολίτες να λογοδοτούν για να πάνε να αγοράσουν ψωμί και κυρίως χρησιμοποιώντας παράνομη βία σε κάθε ευκαιρία. Σαν σενάρια φουτουριστικών ταινιών, που ποτέ δεν πιστεύαμε ότι θα γίνουν πραγματικότητα. Δεν υπονοώ ότι δεν έπρεπε να ληφθούν μέτρα. Κάθε άλλο. Ο ιός είναι υπαρκτός και επικίνδυνος όπως φαίνεται.
Άλλο, όμως η ανάγκη τήρησης απόστασης, η μάσκα κλπ και άλλο η απρόκλητη αστυνομική βία στο πλαίσιο ελέγχου τήρησης των μέτρων αυτών. Αν, τώρα αυτά συνδυαστούν με την σύσταση αστυνομικού σώματος στα Πανεπιστήμια, την αντιμετώπιση που επιφύλαξε η αστυνομία στις ειρηνικές πορείες της επετείου της 17ης Νοέμβρη, την λογοκρισία στο Facebook, την πρωτοφανή προπαγάνδα στα Μ.Μ.Ε. κ.α., γίνεται αντιληπτό ακόμα και στον πιο αδαή, ότι εγκαθιδρύεται κράτος με μέσο επιβολής της πολιτικής, την βίαιη καταστολή και την περιστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δηλαδή ένα κράτος που ακολουθεί την πορεία ακραία συντηρητικών κυβερνήσεων της Ευρώπης ή ακόμα και της Ερντογανικής Τουρκίας.
Οι αστυνομικοί, που χτύπησαν απρόκλητα τον νεαρό στη Νέα Σμύρνη δεν είναι το κυρίαρχο πρόβλημα. Ακούσαμε και θα ακούσουμε για «μεμονωμένα περιστατικά, που αμαυρώνουν την εικόνα και την προσφορά της ΕΛ.ΑΣ.» που «καταδικάζονται απερίφραστα» και ότι «διατάχθηκε διενέργεια Ε.Δ.Ε.», Πρόκειται για κλισέ, που δεν πείθουν κανένα.
Το πρόβλημα είναι η συνολική πολιτική. Σε αυτό το νεοσύστατο κράτος, αστυνομικοί με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως αυτός, που χτυπάει το νεαρό στη Νέα Σμύρνη με το γκλοπ στο κεφάλι, οι άλλοι στη Θεσσαλονίκη, που σέρνουν τον φοιτητή τρίβοντας το κρανίο του στην άσφαλτο, ο ειδικός φρουρός που τραβάει όπλο στην Α.Σ.Ο.Ε.Ε., ο άλλος έξω από την Παλαιά Βουλή που βρίζει «π…α» τη μάνα δικηγόρου, αισθάνονται ότι έχουν δύναμη (εξουσία) και όχι καθήκον. Νιώθουν άνετοι, και η συμπεριφορά τους προσιδιάζει περισσότερο σε μπράβους του καθεστώτος, παρά σε δημοσίους λειτουργούς.
Το καθεστώς άλλωστε, αν κρίνουμε από τις δημόσιες τοποθετήσεις των εκπροσώπων του, προκρίνει ως νόμιμη, εύλογη, ίσως και ενδεδειγμένη, αυτού του είδους τη συμπεριφορά. Από αυτές τις τοποθετήσεις, γίνεται έντονη η αίσθηση ότι ανά πάσα στιγμή θα τους καλύψουν οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι.
Για παράδειγμα, ο γνωστός για το «υπέροχο βιογραφικό» του, βουλευτής της Ν.Δ., κ. Κυρανάκης, έδωσε ανερυθρίαστα σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση τα προσωπικά στοιχεία του θύματος αστυνομικής βίας στη Ν. Σμύρνη αφήνοντας εμβρόντητο τον παρουσιαστή. Ποτέ δεν απάντησε ο ίδιος ή άλλος από την Ν.Δ. 1) που βρήκε τα στοιχεία, 2) με ποιο δικαίωμα τα δημοσιοποίησε, 3) τηρούνται φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων εν έτει 2021; Επιτρέψτε μου να θεωρήσω αυτήν την ενέργεια του Κυρανάκη, πολύ πιο σοβαρή εκτροπή από τον ξυλοδαρμό του νεαρού. Το πως βρίσκονται τα στοιχεία αυτά στην κατοχή ενός τυχαίου κυβερνητικού βουλευτή, που δεν διστάζει να τα αναπαράγει σε ζωντανή μετάδοση σε πανελλήνιας εμβέλειας δίκτυο, είναι χαρακτηριστικό της πολυεπίπεδης κρατικής αυθαιρεσίας και της αλαζονείας, αφού νιώθουν ότι μπορούν να κάνουν και να πουν ό,τι θέλουν, χωρίς να τους ελέγξει κανείς. Δεν είναι τυχαίο, ότι την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές, δεν έχει παρέμβει Εισαγγελέας για την περίπτωση του Κυρανάκη.
Από την Κυριακή το απόγευμα ακούστηκε και γράφτηκε για το περιστατικό στη Νέα Σμύρνη, ότι οι αστυνομικοί «ξεπέρασαν τα όρια». Όχι. Τα όρια έχουν ξεπεραστεί προ καιρού. Και δεν είναι δυνατόν η ανοχή και η ιδεολογική πολιτική τοποθέτηση του καθενός από εμάς, να καθορίζουν το αν έχουν ξεπεραστεί τα όρια ή όχι. Υπάρχει το Σύνταγμα, υπάρχουν και οι Νόμοι. Αυτά θέτουν τα όρια και μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις ξεκάθαρα. Και μιλάμε για διατάξεις – κατακτήσεις της περιόδου της μεταπολίτευσης. Υπάρχει το κράτος δικαίου και η Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Υπάρχουν όλα αυτά. Αμφισβητούνται στην πράξη όπως φαίνεται, αλλά υπάρχουν και δεν επινοήθηκαν χθες.
Η κυβέρνηση πλέον προκαλεί την οργή ακόμα και μεγάλης μερίδας των δημοκρατικών ψηφοφόρων της. Τις ημέρες αυτές παρατηρούμε έκδηλη την αγανάκτηση κάποιων εξ αυτών καθώς και τις δημόσιες τοποθετήσεις και καταγγελίες θεσμικών προσώπων φίλα προσκείμενων στη Νέα Δημοκρατία. Συνειδητοποιούν, ότι δεν είναι απίθανο, τώρα πια να βρεθούν κι οι ίδιοι ή τα παιδιά τους κάτω από τα γκλοπ και σιδηροδέσμιοι για την παραμικρή αφορμή ή και χωρίς αφορμή.
Έχω την αίσθηση, ότι για πρώτη φορά είναι τόσο ευρεία η κοινωνική κατακραυγή. Την περασμένη Κυριακή, ο αστυνομικός ένιωσε δυνατός και ασφαλής χτυπώντας με το πτυσσόμενο γκλοπ το κεφάλι του νεαρού, που πονούσε και το φώναζε. Αλλά μάταια. Έστω και τώρα, ο Πρωθυπουργός, οφείλει να απομακρύνει άμεσα τον Χρυσοχοΐδη, που νομίζει ότι τον χειροκροτεί ο κόσμος, να πάψει άμεσα την πολιτική της καταστολής και να διεκδικήσει εκ νέου την εμπιστοσύνη της κοινωνίας όσον αφορά την αντιμετώπιση της πανδημίας, λαμβάνοντας επιτέλους λογικές και σαφείς αποφάσεις, χωρίς παλινωδίες, διότι, αν αυτός ο πόνος, εξελιχθεί σε οργή, δεν θα φτάνουν τα γκλοπ, και, αναπάντεχα, θα πρέπει να ξεχάσει και τα SMS και τις αποστάσεις και τις μάσκες και όλα όσα σεβόταν ως σήμερα ο πολίτης κάνοντας αυτό που του αναλογούσε, θυσιάζοντας τη ζωή για την ζωή.
Γιατί σε τελική ανάλυση, όλα είναι θέμα εμπιστοσύνης. Αν χαθεί, και πολύ περισσότερο όταν πέφτει και ξύλο, δεν υπάρχει γυρισμός. Και τότε η Κυβέρνηση, να μην γυρέψει την ευθύνη αλλού.
*O Βασίλης Σ. Βρούτσης είναι Δικηγόρος, Δημοτικός Σύμβουλος Δήμου Νάξου και Μικρών Κυκλάδων – Δύναμη Δημιουργίας