Οι μαύρες μέρες του περασμένου Αυγούστου έχουν καταγραφεί για μας τους Βορειοευβοιώτες για πάντα στις ψυχές μας. Είναι αδιανόητο όμως αυτή η καταστροφή να χρησιμοποιείται ως βήμα από επιτήδειους, αυτοπροβολής και επικοινωνιακού ρεσάλτο και τότε και τώρα. Αυτό ισχύει για όλους και ιδιαίτερα για την Κυβέρνηση και αυτούς που λειτουργούν υπό τη σκέπη της.
Είναι απαράδεκτο, για παράδειγμα, τη στιγμή που στους αγρότες δεν έχουν καταβληθεί όλες οι αποζημιώσεις να τους απαντά ο κ. Μπένος ότι έχουν στα χέρια τους 21 δις ευρώ από το ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης, όταν ακόμη για όλη τη χώρα υπάρχει μέγιστο πρόβλημα με την απορρόφηση αυτών των προγραμμάτων, ενώ την ίδια στιγμή να θεωρεί ως ύψιστο έργο για την περιοχή την επίσκεψη, καθόλου αρνητική, πολιτιστικών φορέων της χώρας μας.
Ας δούμε πως απάντησε η Κυβέρνηση και τι προτείναμε εμείς ως σήμερα στο πρόβλημα των πληγέντων κατοίκων της Β. Εύβοιας, που με την κατάσβεση της πυρκαγιάς έβαλαν ένα ζήτημα, που ήταν και είναι να μείνουν στις ρίζες τους, να συνεχίσουν τη δουλειά που είχαν ή και μια άλλη που θα τους προτείνονταν, χωρίς βεβαίως να ξεχνούν την απόδοση των ευθυνών για την τραγωδία που υπέστησαν.
Κι αυτό προϋπέθετε πρώτον την έγκαιρη καταγραφή και καταβολή των αποζημιώσεων και των ενισχύσεων που να καλύπτουν τις ανάγκες επιβίωσής τους και δεύτερον την περιβαλλοντική αποκατάσταση. Την ίδια βέβαια στιγμή κι εμείς επιμέναμε να αρχίσουν οι εργασίες αντιδιαβρωτικής και αντιπλημμυρικής προστασίας των καμένων, όπως επιτάσσει και το Σύνταγμα.
Στην περιβαλλοντική αποκατάσταση τα πράγματα δεν ξεκίνησαν καλά, γιατί η Κυβέρνηση παρότι την είχαμε προειδοποιήσει, ότι με τις πρωτόγνωρες για το χώρο διαδικασίες που επιχείρησε να αντιμετωπίσει την αναγέννηση και την αποκατάσταση, εισάγοντας ιδιώτες αναδόχους σε δημόσια δάση, θα υπάρξουν προβλήματα.
Αντιδράσαμε στους συγκεκριμένους αναδόχους αποκατάστασης γιατί ξαφνικά εμφανίζεται ένα Δημόσιο να ομολογεί ότι δεν μπορεί να συντάξει μελέτες ή να εκτελέσει τέτοια έργα. Ενώ την ίδια στιγμή είχαν χορηγήσει στην ευρύτερη περιοχή της Β.Κ. Εύβοιας άδειες παραγωγού για 375 MWAT, εκ των οποίων τα 175 αφορούσαν στις πυρόπληκτες περιοχές. Τους αναγκάσαμε βέβαια να τις αποσύρουν, αλλά η τελευταία πληροφόρηση δείχνει την επαναχορήγηση περί τα 100 MWAT σε γνωστή στην περιοχή εταιρεία.
Η περιβαλλοντική αποκατάσταση ως προτεραιότητα υπηρετήθηκε μέχρις ενός σημείου, αυτού της κατασκευής μερικών αντιδιαβρωτικών έργων. Είναι τα χαμηλής επέμβασης φράγματα που κάπως λειτούργησαν γιατί δεν είχαμε μεγάλα πλημμυρικά επεισόδια. Πρέπει άμεσα να ολοκληρωθούν και τα αντιπλημμυρικά. Έχουν ήδη συνταχθεί δύο μελέτες, που σημαίνει ότι μπορούν να δημοπρατηθούν γρήγορα.
Στην περιβαλλοντική αποκατάσταση πρέπει να ενταχθεί και η αντιμετώπιση της καμένης ξυλείας. Χρειάζεται να γίνουν υλοτομίες για να απομακρυνθεί το πολύ σε 2 χρόνια από την πυρκαγιά. Για να γίνουν όλα αυτά χρειάζεται προσωπικό στα Δασαρχεία και μάλιστα εξειδικευμένο. Η πρόσληψη εποχιακών δασικών με οχτάμηνες συμβάσεις βοηθάει, αλλά δεν λύνει το πρόβλημα με έμπειρους που χρειάζονται αυτή τη στιγμή. Γιατί μιλάμε για 600 χιλιάδες στρέμματα δασών τα οποία είναι έρμαια των άσχημων καιρικών συνθηκών.
Κι επειδή πολλά λέγονται για νέα δάση, που αφήνουν ακόμη ανοιχτά ζητήματα αλλαγής χρήσης, ξεκαθαρίζουμε τη θέση μας από την αρχή για δύο πράγματα:
1) Όχι μόνο πρέπει να αφήσουν τη φύση στο αναγεννητικό της έργο, αλλά και να τη βοηθήσουν. Τα περί αλλαγής της βλάστησης και αναδάσωσης μόνο όταν υπάρξει ανάγκη και
2) η δασοπροστασία ως δραστηριότητα θα ανήκει αποκλειστικά στους ανθρώπους του Δάσους.
Σχετικά όμως με τα δάση, καμένα και μη, υπάρχουν και πολλά ζητήματα που πρέπει να απαντηθούν, όπως της κυριότητας, της αλλαγής χρήσης, της δάσωσης αγρών, της λειτουργίας των αναγκαστικών δασικών συνεταιρισμών, αλλά και των συνεταιρισμών εργασίας.
Όντως υπάρχει ακόμη πρόβλημα με τη καταβολή των αποζημιώσεων και των ενισχύσεων, αρχίζοντας από τις βασικές παραγωγικές αλλά και παροχής υπηρεσιών δραστηριότητες της περιοχής, που είναι ο αγροτοδασικός και ο αγροτοτουριστικός τομέας.
Ειδικά τα αγροτικά, γιατί είναι πολύ μεγάλο το ποσοστό των πληγέντων που έχει κύριο και συμπληρωματικό εισόδημα από την αγροτική δραστηριότητα. Στην κτηνοτροφία χάθηκαν 3.200 αιγοπρόβατα. Δεν έχουν πληρωθεί μέχρι σήμερα όλοι οι πληγέντες τις αποζημιώσεις. Είναι δυνατόν να υπάρχουν εκκρεμότητες με τα πορίσματα;
Ανακοινώθηκε εδώ και καιρό η καταβολή μιας έκτακτης de minimis ενίσχυσης 40 ευρώ ανά ζώο. Καταβλήθηκε τελικά 8 μήνες μετά την πυρκαγιά κι αυτό μειωμένο, αφού οι περισσότεροι από τους μισούς πήραν 20 ευρώ ανά ζώο. Και βέβαια ένας μεγάλος αριθμός που έχει συμπληρωματικό εισόδημα από την κτηνοτροφία έχει μείνει στο περίμενε.
Μελισσοκομία. Χάθηκαν εκατοντάδες μελισσοσμήνη. Ένα μέρος των ασφαλισμένων έχει πληρωθεί. Η μελισσοκομική δραστηριότητα χρειάζεται ειδική προσέγγιση. Πρόκειται για ένα κλάδο που προσφέρει σημαντικά σε συμπληρωματικό εισόδημα.
Παρακολουθούμε την υλοποίηση των εξαγγελιών και την πορεία ενός κλάδου, που ειδικά για την πυρόπληκτη Β. Εύβοια μπορεί να αποτελέσει τη βάση για τη βιώσιμη ανάπτυξή του σε όλη τη χώρα. Βέβαια για τους δύο αυτούς κλάδους πρέπει να διασφαλιστούν άμεσα ζωοτροφές. Να μην επαφίονται στις δωρεές, που κάποτε τελειώνουν.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα υπάρχει στους ελαιοκαλλιεργητές βρώσιμης ελιάς και λαδιού. Έχουν καταστραφεί περισσότερα από 250.000 ελαιόδενδρα. Είχαμε πει ότι πρέπει να επιταχυνθούν οι διαδικασίες ΠΣΕΑ, ώστε να πληρωθούν πριν το καλοκαίρι. Δεν έγινε καμία προσπάθεια, παρότι αποτελεί θέμα επιβίωσης για τους κατοίκους. Αυτά που ανακοινώθηκαν το Γενάρη και δόθηκαν 4 μήνες αργότερα όχι μόνο δεν καλύπτουν όλα τα πληγέντα ελαιόδενδρα, αλλά ούτε και την πραγματική τους αξία.
Καταρχήν είναι ξεκάθαρο ότι αφορά αποζημιώσεις μόνο σε αυτούς που έχουν ασφαλιστεί στον ΕΛ.Γ.Α. και ταυτόχρονα είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες. Μόνον αυτοί θα πάρουν. Οι ασφαλισμένοι, μη κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, όσοι δηλαδή έχουν άλλη κύρια απασχόληση, δε θα πάρουν στην παρούσα φάση. Κι αυτό αφορά τουλάχιστον σε 100.000 ελαιόδενδρα. Το ποσό δε που πήραν οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες ήταν μικρό, αφού η τιμή της ελιάς καθορίστηκε στα 144 €, υποτιμημένη από την πραγματική αξία που είναι 200 € τουλάχιστον. Και επ’ αυτής θα δοθεί συνολικά το 70% δηλαδή 100 € ανά ελαιόδενδρο.
Στη παρούσα φάση όμως έλαβαν ως προκαταβολή το 50%, δηλαδή 50 ευρώ ανά ελαιόδενδρο και μόνο οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες που έχουν υποβάλει και τη Δήλωση ΟΣΔΕ αλλά και έχουν εκπληρώσει την υποχρέωση της ειδικής ασφαλιστικής εισφοράς. Δεν προβλέπεται στην παρούσα φάση η χορήγηση προκαταβολής στους μη κατά κύριο επάγγελμα αγρότες κι ούτε υπάρχει κάποια πρόβλεψη για τους ανασφάλιστους παραγωγούς. Είναι κρίμα για μια δραστηριότητα που έχει προσφέρει πολλά στην περιοχή και έχει τεράστιες δυνατότητες για συμπληρωματικό εισόδημα να υπάρχει τέτοια απαξίωση.
Είναι χαρακτηριστική στη λειτουργία της Κυβέρνησης η υποσχεσιολογία μέτρων για τους πληγέντες χωρίς αντίκρισμα και ειδικά για τους ρητινοκαλλιεργητές. Μια δραστηριότητα που έχει συνδεθεί με την επιβίωση της περιοχής. Καταρχήν τη θεωρούμε βιώσιμη. Γι αυτό και προτείνουμε τη διασφάλιση της δουλειάς τους μέχρι την επανέναρξη της συγκεκριμένης καλλιέργειας.
Κι αυτό μπορεί να γίνει με την ένταξή τους σε 7ετές κοινωφελές πρόγραμμα του ΟΑΕΔ με αντικείμενο απασχόλησης δασικές εργασίες και με ταυτόχρονη δέσμευση στη κατεύθυνση της επανάληψης για τη κάλυψη όλου του απαιτούμενου χρόνου. Η πρόταση που έχει καταθέσει η κυβέρνηση όχι μόνο παραμένει αιωρούμενη, αλλά και υφίσταται εκπτώσεις, αφού το πρόγραμμα όπως στήνεται πετάει έξω αυτούς που έχουν κάποια επιδότηση από άλλη δραστηριότητα.
Το τονίζω για μια ακόμη φορά. Δεν έχουν καταλάβει ακόμη οι κυβερνητικοί ότι για να επιβιώσει κάποιος στην περιοχή χρειάζεται εισόδημα και από άλλη δραστηριότητα.
Παράλληλα βέβαια προτείνουμε
1) Την ασφάλιση για βαρέα, όπως είχαν οι ρητινοκαλλιεργητές, που σημαίνει σύνταξη στα 62 και όχι στα 67 χρόνια,
2) Την είσοδο στο πρόγραμμα και των ατόμων που ξεκίνησαν το 2021 τη δραστηριότητα αλλά δε μπόρεσαν να συγκεντρώσουν παραγωγή και
3) Την είσοδο, στο επάγγελμα του ρητινοκαλλιεργητή, νέων απασχολούμενων κάθε χρόνο, ανάλογων με τους εξερχόμενους.
Πριν από την καταστροφή γύρω από τα δάση, πλην των ρητινοκαλλιεργητών, δραστηριοποιούνταν κι ένας κόσμος που η σχέση του με το δάσος ήταν σχέση ζωής, όπως οι δασεργάτες, και τα μέλη των δασικών συνεταιρισμών. Όλοι αυτοί όχι μόνο μπορούν αλλά και πρέπει να απασχοληθούν σε εργασίες διαχείρισης των δασών, από την καλλιέργεια μέχρι τη φύλαξη.
Για τους ρητινοκαλλιεργητές, που αποτελούν και την πλειονότητα, αυτό πρέπει να γίνει μέχρι να δοθεί η δυνατότητα επαναπροσέγγισης της ρητινοκαλλιέργειας. Για τους υπόλοιπους η δασική απασχόληση θα εξακολουθήσει να υπάρχει, ιδιαίτερα στη διαχείριση και την πρόληψη.
Πρέπει όμως να φροντίσουμε και δύο άλλες δραστηριότητες που έχουν σχέση με τα δάση και υπέστησαν μεγάλες ζημιές. Αυτές είναι η αιγοπροβατοτροφία και η μελισσοκομία.
Πέραν της εξασφάλισης ζωοτροφών οφείλουμε να βρούμε και τις εκτάσεις εκείνες που θα επιτρέπουν την άσκηση της συγκεκριμένης δραστηριότητας. Η κατάσταση είναι πιο δύσκολη για τους κτηνοτρόφους, αλλά πρέπει να βρεθεί μια λύση χαρακτηρισμού ως βοσκήσιμων γαιών και απόδοσης στην κτηνοτροφία εκτάσεων με χαμηλή βλάστηση.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν μια ολιστική προσέγγιση για ένα δάσος που μπορεί να επανέλθει στην προτέρα κατάσταση. Παρέμβαση διαφοροποίησης της βλάστησης μπορεί και πρέπει να υπάρξει σε σημεία που η αναγέννηση δεν θα προχωρήσει και ιδιαίτερα σε περιοχές γύρω από χωριά και οικισμούς, όπου μπορούν να χρησιμοποιηθούν κυρίως δασικά είδη που καθυστερούν την επέκταση των πυρκαγιών, αλλά και διασφαλίζουν στους κατοίκους κάποιο εισόδημα.
Επίσης και τα κηπευτικά και ιδιαίτερα η ντοματοκαλλιέργεια, υπαίθρια και θερμοκηπιακή είναι μια δραστηριότητα με σημαντικό ρόλο στον αγροτικό τομέα της περιοχής.
Πέραν των προηγούμενων παρεμβάσεων πρέπει να υπάρξουν πρόσθετα κίνητρα για τη χρηματοδότηση επενδύσεων, όπως η δημιουργία ενός σφαγείου για αιγοπρόβατα. Έγιναν πολλές συναντήσεις γι αυτό επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ Επισκέφθηκαν στελέχη του Υπουργείου την περιοχή και προχώρησαν στη σύνταξη προμελέτης. Δεν υπήρξε ανταπόκριση για το φορέα που θα υλοποιούσε την επένδυση.
Η συνέχεια της αγροτικής δραστηριότητας απαιτεί την υλοποίηση μέτρων, όπως της εγκατάστασης νέων αγροτών μέσα από το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης και της προώθησης της πράσινης γεωργίας μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η δραστηριότητα όμως που ακουμπά καθοριστικά το φυσικό περιβάλλον είναι ο τουρισμός. Οι τουριστικές επιχειρήσεις ακόμη και αυτή την ώρα βρίσκονται χωρίς στήριξη. Για να μπορέσει όμως ο χώρος να συνεχίσει τη λειτουργία του την επόμενη ημέρα χρειάζεται να διερευνηθούν οι δυνατότητες ανάπτυξης των θεματικών μορφών τουρισμού.
Σίγουρα η ναυαρχίδα της περιοχής είναι οι ιαματικές πηγές της Αιδηψού και αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα. Χρειάζεται περαιτέρω ενίσχυση της θέσης και του ρόλου τους με στόχο την άρση της «μονοκαλλιέργειας» των επιδοτούμενων ιαματικών λουτρών, προς ένα μοντέλο δημιουργίας ενός ιαματικού πόλου για την παροχή υψηλής ποιότητας καλλωπιστικού και θεραπευτικού τουρισμού, αλλά και σύνδεσής του με άλλες μορφές τουρισμού.
Γι’ αυτό πρέπει να αναδειχτούν ιδιαιτερότητες που μπορούν να λειτουργούν συμπληρωματικά στις κλασικές μορφές του τουρισμού, όπως είναι οι φυσιολατρικές επισκέψεις, για παράδειγμα, στο απολιθωμένο δάσος Κερασιάς και στο δασικό χωριό των Παπάδων, που δυστυχώς ακόμη δεν έχουν ξεκινήσει οι διαδικασίες αποκατάστασής του, ή οι θρησκευτικές στα Ήλια, στη μονή Γαλατάκη και άλλες.
Πάνω από όλα όμως υπάρχει πλεονέκτημα με τον αγροτουρισμό.
Όλα αυτά για να πετύχουν στον στόχο τους, δηλαδή στην παραμονή των κατοίκων την επόμενη ημέρα στα χωριά τους, έπρεπε να ενταχθούν στις ευεργετικές διατάξεις του αναπτυξιακού νόμου που πρόσφατα ψηφίστηκε στη Βουλή. Γι αυτό και ζητούσαμε να συμπεριληφθούν και να ενταχθούν όλες οι επιχειρήσεις, αδιακρίτως ύψους επένδυσης, που αφορούν στον πρωτογενή τομέα, στη μεταποίηση, στον τουρισμό, στις υπηρεσίες και μάλιστα εξαντλώντας όλα τα όρια των ενισχύσεων, ακόμη κι όταν αφορούν στην απόκτηση εισοδήματος από συμπληρωματικές μορφές απασχόλησης.
Όσον αφορά στις υποδομές μπαίνει διαρκώς σε συζήτηση η πρόταση Μπένου για μελέτη μεσογειακής χάραξης. Το ανεξήγητο είναι ότι πρόκειται για μια όδευση που θα λειτουργεί παράλληλα με την εθνική οδό Ψαχνών – Ιστιαίας, ενώ χρόνια τώρα ξοδεύονται χρήματα για τη διαπλάτυνση της δεύτερης και ζητούμενο για την περιοχή ήταν η δυτική κανδήλια χάραξη. Αν υπάρχουν χρήματα για την κατασκευή και των δύο θα ήταν χρήσιμο η ανατολική να έχει διαφορετική όδευση.
Κι έρχομαι στον επιχειρηματικό κόσμο και ιδιαίτερα στο τουριστικό χώρο.
Ανακοίνωσαν τα μέσα του Οκτώβρη, δηλαδή 2,5 μήνες μετά τον έλεγχο της πυρκαγιάς ορισμένα μέτρα στήριξης. Όχι μόνο δεν κάλυπταν όλους τους πληγέντες, αλλά και δεν πρόβλεπαν γρήγορη εκταμίευση.
Παραδείγματα: Η άμεση εκταμίευση του 70% της εκτιμηθείσας ζημιάς σε συνεργασία με την Περιφέρεια μόνο άμεση δεν ήταν. Καταβλήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση.
Επίσης η σύνδεση της επιστρεπτέας προκαταβολής με μεγάλες απώλειες τη συγκεκριμένη περίοδο άφησε πολλές μικρές επιχειρήσεις που τέτοιες κυριαρχούν στην περιοχή.
Ούτε κουβέντα ακόμη για τις αποζημιώσεις των καταστροφών στις εγκαταστάσεις και στις υποδομές.
Ειδικά δε για τις αγροτικές επιχειρήσεις, το Ταμείο Αρωγής δεν παρεμβαίνει καθόλου, με αιτιολογία ότι χρηματοδοτούνται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Αγροτικό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας, εξαιρώντας ουσιαστικά από την ενίσχυση τις μονάδες που επλήγησαν και αγνοώντας ταυτόχρονα ότι τα παραπάνω προγράμματα απορροφούνται με άλλες ειδικές διαδικασίες και δεν συνυπολογίζονται με αυτές για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Κομβικής σημασίας ζήτημα είναι και η έλλειψη ουσιαστικής στήριξης των πληγεισών τουριστικών επιχειρήσεων. Στις σχετικές ερωτήσεις προς τους αρμόδιους υπουργούς, οι απαντήσεις, πρώτον από τον Υποδομών, δεν άγγιξαν ούτε κατ’ ελάχιστο τις ανάγκες αποκατάστασης των ζημιών και συνέχισης λειτουργίας των συγκεκριμένων επιχειρήσεων και δεύτερον από τον Οικονομικών, να έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα για τις πυρκαγιές στην Εύβοια μόνο 3 αποφάσεις συνολικού ποσού 1,9 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων πιθανόν να μην έχει εκταμιευτεί ούτε ένα ευρώ.
Βέβαια, πέραν αυτών υπάρχουν και διάφορα φορολογικά και ασφαλιστικά κίνητρα, τα οποία όμως αδυνατούν να εκμεταλλευτούν οι πληγέντες, είτε λόγω ΚΑΔ, είτε λόγω κύκλου εργασιών.
Θα επαναλάβω για να καταστεί σαφές ότι οι δασικές εκτάσεις που κάηκαν κηρύχθηκαν αναδασωτέες, που σημαίνει ότι αλλαγές στο χαρακτήρα τους, δηλαδή αποχαρακτηρισμός μπορεί να υπάρξει μόνο για αγροτική δραστηριότητα, που κι αυτή πρέπει να είναι οικονομικοτεχνικά τεκμηριωμένη κατά περίπτωση. Το τονίζω αυτό γιατί πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί σε προτάσεις χωροταξικού σχεδιασμού. Το Γ.Π.Σ. της Δ.Ε. Λίμνης που εγκρίθηκε από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση αφορά 17 οικιστικές περιοχές. Τι θα γίνει με αυτές, αλλά και με τους 2 οικισμούς παραθεριστών; Το σίγουρο είναι ότι απαιτείται η έγκριση των Δασικών Υπηρεσιών.
Από την πλευρά της κυβέρνησης αυτό που υπάρχει μέχρι σήμερα είναι η πρόθεση για την εκπόνηση των μελετών ανασυγκρότησης, από την οποία απουσιάζουν αναφορές σε συγκεκριμένα έργα. Αντί αυτών ακούσαμε για δράσεις φωτοδότες (!) και για νέα ΚΕΠ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρωθυπουργός αν και επισκέφθηκε με μεγάλη καθυστέρηση την περιοχή, δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να ασχοληθεί με το μεγάλο πρόβλημα που έχουν οι κάτοικοί της, που δεν είναι άλλο από την εξασφάλιση της επιβίωσής τους στον τόπο τους.
Γράφει ο Βαγγέλης Αποστόλου, βουλευτής Ευβοίας ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και πρώην Υπουργός