Εκτόξευση στις τιμές των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων από το 2023, όταν θα μπει σε ισχύ το ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας ρύπων και στη ναυτιλία προβλέπεται με βάση εφιαλτικά σενάρια που κυκλοφορούν στην Ακτή Μιαούλη.
Ωστόσο, οι νησιώτες πρωτίστως και οι τουρίστες δευτερευόντως δεν θα χρειασθούν να περιμένουν μέχρι τότε καθώς από φέτος και εφόσον συνεχισθεί το «πάρτι» στην αγορά πετρελαίου αναμένονται νέες αυξήσεις στις τιμές των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων.
Ήδη μια πρώτη αύξηση έγινε από πολλές ακτοπλοϊκές τον προηγούμενο Νοέμβριο ενώ μόλις πρόσφατα ξεκίνησε η επιβολή επίναυλου από ορισμένες εταιρείες. Επίσης, άλλες προχώρησαν σε αύξηση ναυλολογίου για τα φορτηγά. Η αιτία είναι η συνεχής ανοδική κούρσα των τιμών των καυσίμων.
Σύμφωνα με στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους τα «ΝΕΑ» η μέση τιμή τις πρώτες ήμερες του Φεβρουαρίου στα καύσιμα χαμηλού θείου διαμορφώθηκε στα επίπεδα των 693 ευρώ ο τόνος, όταν πέρυσι τον ίδιο μήνα κυμαίνονταν στα 413 ευρώ.
Πρόκειται δηλαδή για μια άνοδο της τάξης του 68%. Ράλι παρατηρείται και στο άλλο καύσιμο που χρησιμοποιούν κυρίως τα ταχύπλοα, το MGO. Η τιμή του ανέβηκε στα 749 ευρώ έναντι μόλις 309 ευρώ πέρυσι τον Φεβρουάριο (μια αύξηση 75%).
Ακτοπλοϊκοί κύκλοι μιλώντας στα «ΝΕΑ» σημειώνουν ότι αν οι ανοδικές τάσεις συνεχισθούν τότε το καλοκαίρι οι επιβάτες θα έρθουν αντιμέτωποι με νέες ανατιμήσεις στα εισιτήρια καθώς οι ακτοπλοϊκές δεν «βγαίνουν».
Οι ίδιοι παράγοντες επισημαίνουν ότι οι αυξήσεις των ναύλων επηρεάζουν κυρίως το κόστος διακίνησης των επιβατών και μεταφοράς των φορτίων, με αποτέλεσμα τα νησιά να γίνονται ακόμη πιο «ακριβή υπόθεση» για τους κατοίκους τους και τους τουρίστες. Ωστόσο φαίνεται ότι από το αρμόδιο υπουργείο Ναυτιλίας δεν έχει γίνει απολύτως κατανοητή αυτή η εξέλιξη.
Οι περιβαλλοντικές προκλήσεις
Το πρόβλημα όμως είναι ότι η ακτοπλοΐα μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με νέες αυξήσεις στο κόστος καυσίμων από το 2023 και ανεξάρτητα από την πορεία των διεθνών καυσίμων. Και αυτό γιατί από το επόμενο έτος εντάσσεται και η ναυτιλία στο σύστημα εμπορίας ρύπων της ΕΕ.
Όπως η ναυτιλία στο σύνολό της έτσι και το ακτοπλοϊκό πλοίο θα πρέπει να αγοράζει δικαιώματα για το 30% των ρύπων που εκπέμπει την πρώτη χρονιά, μέχρι σταδιακά να φτάσει στο 100%. Το τι σημαίνει αυτό είναι πολύ καθαρό από το παρακάτω παράδειγμα που είναι μεν θεωρητικό αλλά πολύ κοντά στην πραγματικότητα.
Σύμφωνα με τις προτάσεις της ΕΕ για σταδιακή ένταξη της ναυτιλίας στο σύστημα εμπορίας ρύπων, από 1/1/2023 το πλοίο θα πρέπει να αγοράζει δικαιώματα για το 30% των ρύπων που εκπέμπει. Οι ειδικοί σημειώνουν ότι ένας τόνος πετρελαίου εκπέμπει περίπου τρεις τόνους διοξειδίου του άνθρακος (CO2).
Αυτό σημαίνει ότι μια εταιρεία που καταναλώνει για παράδειγμα 300.000 τόνους τον χρόνο σε πετρέλαιο έχει 1 εκατ. τόνους εκπομπές CO2. Για το 30% αυτών δηλαδή 300.000 τόνους θα αγοράσει δικαιώματα τα οποία σήμερα στοιχίζουν 100 ευρώ ο τόνος, άρα θα καταβάλει 30 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Πρόκειται για ένα υψηλό ποσό το οποίο θα κληθεί να καταβάλει ο χρήστης των υπηρεσιών, δηλαδή είτε ο επιβάτης είτε το Δημόσιο εφόσον το πλοίο εξυπηρετεί άγονες γραμμές, καθώς το Δημόσιο είναι ο ναυλωτής.
Σε κάθε περίπτωση, παράγοντες που εκπροσωπούν μικρομεσαίες ακτοπλοϊκές επιχειρήσεις αναφέρουν ότι ο κλάδος είναι αντιμέτωπος με τις νέες περιβαλλοντικές προκλήσεις και είναι ανάγκη η Πολιτεία να σκύψει όσο το δυνατόν πιο σύντομα πάνω στο πρόβλημα.
Ο λόγος είναι πολύ απλός όπως εξηγούν. Αν οι ακτοπλοϊκές επιχειρήσεις αργήσουν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, ο στόλος τους θα απαξιώνεται με αποτέλεσμα τα περιουσιακά στοιχεία (πλοία) να χάνουν αξία και οι ίδιες να αδυνατίζουν οικονομικά.
«Σε άλλη τιμή θα πουληθεί σήμερα ένα παλαιότερο πλοίο για να αποκτηθεί ένα πιο σύγχρονο, σε άλλη τιμή μετά από δύο η τρία χρόνια» εξηγούν και υπογραμμίζουν πως η λύση είναι να ενταχθεί και η ακτοπλοΐα, όσο το δυνατόν πιο σύντομα, στις πρόνοιες του Ταμείου Ανάκαμψης, στέλνοντας μήνυμα προς τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Θοδωρή Σκυλακάκη και τον υπουργό Ενέργειας Κώστα Σκρέκα ως τους καθ’ ύλην αρμόδιους υπουργούς.