Του Κώστα Αρβανίτη
Χτες συμπληρώθηκαν τέσσερα χρόνια από την έναρξη της δίκης της Χρυσής Αυγής – που δεν έχει να κάνει μόνο με τη βάρβαρη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Οι πολιτικές προεκτάσεις της, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πολιτικό κόμμα που εμπλέκεται είναι στην πραγματικότητα μια “ενεργή, ναζιστικού τύπου, εγκληματική οργάνωση”. Μια ιδιότυπη, μαύρη Μαφία με απλωμένα τα πλοκάμια της σε ολόκληρη τη χώρα.
Σήμερα πάλι, έχουμε την επέτειο της Χούντας των Συνταγματαρχών. Από το ’67 μέχρι σήμερα μεσολάβησαν επτά γενιές – αν δεχτούμε την κοινωνιολογική προσέγγιση ότι οι γενιές εναλάσσονται ανά επταετία – όσο δηλαδή άντεξε και η δικτατορία.
Επτά γενιές…
Και με κάθε γενιά που απομακρυνόμαστε από τη μέρα που τα τανκς βγήκαν στους δρόμους, το ραδιόφωνο γέμισε με καθαρευουσιάνικες ασυναρτησίες και ο στρατός ανέλαβε να μας προστατεύσει “από τον κίνδυνο του Κομμουνισμού”, ο φόβος που μεγαλώσει μέσα μου είναι πάντα ο ίδιος. Και περιγράφεται από δύο λέξεις.
Λείανση. Και λήθη.
Στον κόσμο, πολλές χώρες πέρασαν μέσα από τη φωτιά και το σίδηρο της δικτατορίας. Μόνο στην Ελλάδα, απολαμβάνουμε το ιδιότυπο “προνόμιο”, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της μεταπολίτευσης, να διαγράφουμε τις θηριωδίες και να κρατάμε στη μνήμη μας την εικόνα μιας Χούντας “ήπιας μορφής”.
Μιας Χούντας που “τουλάχιστον δεν έκλεψε”, που “μπορούσες όμως να κοιμηθείς με τις πόρτες ξεκλείδωτες”, που “αν δεν ήσουν Κομμουνιστής δεν είχες πρόβλημα”, οπότε, Ε! Ας μην ήσουν Κομμουνιστής!
Δεν ξέρω αν είναι οργανωμένη, ενορχηστρωμένη από τους Νεοναζί ή τα άλλα ακροδεξιά στοιχεία αυτή η ιδέα ότι “η δική μας Χούντα ήταν μια Χούντα, λίγο-πολύ ανθρώπινη, λίγο κωμική, λίγο κιτς αλλά σε καμία περίπτωση μια σκληρή δικτατορία όπως, ας πούμε, η Χούντα του Πινοτσέτ με τις μαζικές εκτελέσεις και τους “εξαφανισμένους”.
Ξέρω πάντως, από τη δημοσιογραφική μου πείρα, ότι είναι πολλοί, ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΟΙ εκείνοι που, από τη συλλογική μας μνήμη για τη δικτατορία του ’67 θέλουν να διαγράψουν:
Τις εξορίες
Τους βασανισμούς
Τους Θεοφιλογιαννάκους και τους Χατζηζήσηδες
Την ΕΑΤ – ΕΣΑ
Τις ρεμούλες με τους εργολάβους και τις μίζες
Το διεθνή εξευτελισμό
Τον υπερδιπλασιασμό του δημόσιου χρέους
Την αναγκαστική μετανάστευση
Το Μεγάλο Τάμα
Τα θαλασσοδάνεια
Το Πολυτεχνείο
Την προδοσία της Κύπρου
Αντ’ αυτών, προτιμούν να θυμόμαστε, περίπου με θυμηδία – μη σας πω και με επαρχιώτικη νοσταλγία:
Τα τσολιαδάκια
Τις φιέστες στα εθνικά στάδια
Τα σειρήτια με τους οβελίες στα στρατόπεδα
Την κωμική χρήση της καθαρεύουσας
Τη μπουρτζοβλαχιά και το κιτς
Τους “αστείους” χωροφύλακες με το τσιγκελωτό μουστάκι
Το φανταράκι με το “πουλί”
Σήμερα, που η Χρυσή Αυγή συνιστά αυτό που διεθνώς ορίζεται ως η “μεγαλόφωνη μειοψηφία” (κάνουμε δηλαδή πολύ περισσότερη φασαρία απ’ όση θα δικαιολογούσε το μέγεθός μας)…
Και που έχει περάσει πάνω από μισός αιώνας από την 21η Απριλίου του 1967…
Αυτό είναι που φοβάμαι περισσότερο!
Οτι οι νέες γενιές – αυτές που απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από “τη νύχτα με τα Τανκς στην Πατησίων” – θα μείνουν με την κατασκευασμένη ανάμνηση μιας χούντας “light”.
Και θα ξεχάσουν τι σημαίνει να στερείσαι όλα σου τα δικαιώματα, από τη μια στιγμή στην άλλη. Να ακούς στο ραδιόφωνο ότι “όσοι αγνοήσουν την απαγόρευση κυκλοφορίας θα πυροβολούνται χωρίς προειδοποίηση”. Να σε βάζουν ΟΛΟΚΛΗΡΟ στο γύψο “μέχρι νεωτέρας”!
Αυτόν τον κίνδυνο, είναι ιστορική μας υποχρέωση να τον αποτρέψουμε. Οχι μόνο με το να θυμόμαστε. Αλλά και να θυμίζουμε. Οχι μόνο με το να συζητάμε μεταξύ μας αλλά και να ανοίγουμε τα μάτια στους άλλους. Οχι μόνο με το να εξορκίζουμε. Αλλά και να εξασφαλίζουμε τις συνθήκες για να μην ξαναδούμε άλλες Χούντες. Με προοδευτικές συμμαχίες, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη και παντού στον κόσμο, ενάντια στην παλαιάς κοπής ακροδεξιά, στις νέες μορφές της, στα εγκληματικά παρακλάδια της και τους μεταμφιεσμένους σε “φιλελελεύθερους δημοκράτες” χορηγούς της.
Για να μην την ξαναζήσουμε. Ούτε εμείς, ούτε τα παιδιά των παιδιών μας.