Στις ανεμοδαρμένες κορυφές της Τήνου, σ’ ένα σπίτι κτηνοτρόφων, τοποθετεί ο Γιώργος Λάνθιμος την Έμμα Στόουν. Τη ντύνει στα μαύρα, της βάζει τσεμπέρι στα μαλλιά και το σώμα της χάνεται κάτω από την φαρδιά, παραδοσιακή φορεσιά. Η Έμμα Στόουν πενθεί ανάμεσα σε γιαγιάδες και παππούδες της Τήνου με σκαμμένα, από το χρόνο, πρόσωπα. Πενθεί τον άνδρα της που κείτεται νεκρός στο διπλανό δωμάτιο – μέσα σε λευκό σάβανο. Σαν Χριστός.
Αυτό το, απόλυτα αναπάντεχο, πρόσωπο της Έμμα Στόουν αποκαλύπτει ο Γιώργος Λάνθιμος στην «Βληχή», τη νέα του ταινία που μόλις παρουσιάστηκε σε παγκόσμια πρώτη στην Εθνική Λυρική Σκηνή ως μια συμπαραγωγή του ΝΕΟΝ και της ΕΛΣ, με τη στήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Πιθανώς, να μην περιμέναμε και κάτι διαφορετικό.
Στα πρώτα αμήχανα λεπτά μετά την προβολή – συναυλία (αφού η ταινία ανταποκρίνεται στο project της ΕΛΣ «The artist and the composer», μια σύζευξη κινηματογραφιστών και εικαστικών με μουσικούς) η Έμα Στόουν περιεργάζεται το πρόγραμμα της «Βληχής». Ενώ ο Γιώργος Λάνθιμος της κάνει κομπλιμέντα για το καλόγουστο γαλάζιο κοστούμι της. Μετά την οσκαρική «Ευνοούμενη», η «Βληχή» είναι η δεύτερη συνεργασία τους και σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία.
Εκείνος πάλι χαρακτηρίζει σπάνια την συγκυρία «να ταιριάζεις με έναν άνθρωπο πέραν του ότι εκτιμάς το ταλέντο του. Οι συνεργατικές σχέσεις, όμως, εξελίσσονται. Γι’ αυτό θα κάνουμε ένα ακόμα φιλμ που είμαι σίγουρος πως θα μας προχωρήσει παρακάτω» (αναφέρεται στο «Poor things»).
Το διαφορετικό της «Βληχής»
Ήδη, η «Βληχή» αποτελεί και για τους δύο μιαν υπέρβαση – για διαφορετικούς λόγους φυσικά. Η ασπρόμαυρη και βωβή 20λεπτη ταινία, γυρισμένη εξ ολοκλήρου στην Τήνο, αποτελεί ένα καινούργιο κεφάλαιο για την Έμμα Στόουν. «Είναι ό,τι πιο καλλιτεχνικό, ό,τι πιο διαφορετικό έχω κάνει μέχρι σήμερα» ομολογεί η ίδια. Ο Γιώργος Λάνθιμος, με τη σειρά του, συνειδητοποιεί πως γυρίζει σε ένα πιο αρχικό – με την έννοια του πρωτόλειου – στάδιο στο σινεμά «ένα σινεμά τοπίου, μη χρώματος, χωρίς λόγια. Μοιάζει σαν να ξεκινάω από την αρχή» λέει.
ΕΜΜΑ ΣΤΟΟΥΝ: Η «ΒΛΗΧΗ» ΕΙΝΑΙ Ο,ΤΙ ΠΙΟ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ, Ο,ΤΙ ΠΙΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΕΧΩ ΚΑΝΕΙ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ
Ομολογεί, παρόλα αυτά, πως η συνθήκη του βωβού τον απελευθέρωσε μέσα από την προϋπόθεση της. «Βοηθάει δημιουργικά όταν έχεις να ακολουθήσεις έναν περιορισμό. Προσωπικά, μου προκάλεσε ενθουσιασμό. Πάντα ψάχνω και προσπαθώ να δημιουργώ ένα μεγάλο άνοιγμα στα έργα μου ώστε το καθένα από αυτά να είναι μια προσωπική εμπειρία για τον θεατή».
Η όμορφη χήρα και η ανάσταση νεκρού
Είναι αλήθεια πως η «Βληχή» είναι ένα φιλμ ελεύθερο ερμηνειών. Ακροπατεί στον ρεαλισμό και εξίσου στο όνειρο και στον συμβολισμό, παρακολουθώντας τις στιγμές ενός παραδοσιακού μοιρολογιού για τον άνδρα που πέθανε. Εξελίσσεται όμως, επίμονα… Λανθιμικά. Η όμορφη χήρα αγγίζει το νεκρό σώμα του άνδρα της (τον υποδύεται ο νέος Γάλλος Νταμιέν Μπονάρ) κι αυνανίζεται πάνω του μέχρι τελευταίας ανάσας. Τώρα το νεκρικό κρεβάτι υποδέχεται δύο σώματα – ή μήπως όχι; Στο επόμενο πλάνο, ο άνδρας ανασταίνεται και σπεύδει να θάψει το σώμα της γυναίκας του, με τελετουργικό τρόπο. Με μοναδικό μάρτυρα ένα λευκό κατσικάκι.
Ένα ρέκβιεμ για τον έρωτα και το πάθος, ένα ποίημα για τη ζωή και το θάνατο, ένας παράλληλος ύμνος στη φύση. Ο Γιώργος Κουμεντάκης, ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Λυρικής Σκηνής – η πρόταση του οποίου στον Λάνθιμο καρποφόρησε την «Βληχή» – κάνει λόγο για την «λεπτή απόδοση των αισθημάτων μέσα από μια ασύλληπτη αισθητική και εικόνες πρωτογονισμού που καθηλώνουν» ενώ η Ελίνα Κουντούρη, η διευθύντρια του ΝΕΟΝ, χαρακτηρίζει το φιλμ «μια διαχρονική εξερεύνηση της ανθρώπινης υπόστασης».
Επιστροφή στην Τήνο και στην παράδοση
Οι πρώτες συζητήσεις για την ταινία ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 2018 στην Τήνο, στον τόπο που τελικά επελέγη για τα γυρίσματα. Η πανδημία, ωστόσο, μπλόκαρε την παρουσίαση της καθυστερώντας την για δύο χρόνια. Ο Γιώργος Λάνθιμος παραθερίζει τα τελευταία χρόνια στο νησί γι’ αυτό και του φάνηκε απολύτως φυσικό να αποτελέσει το σκηνικό της ταινίας του. «Γνωρίζω αρκετά καλά την Τήνο και την αγαπώ. Έβγαζε νόημα να επιστρέψουμε εκεί» εξηγεί.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΝΘΙΜΟΣ: ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΜΟΥ ΤΑΙΝΙΕΣ ΜΑΣ ΕΦΤΑΣΑΝ ΜΕΧΡΙ ΣΕ ΕΝΑ ΣΗΜΕΙΟ. ΠΡΟΦΑΝΩΣ, ΕΞΩ ΒΡΗΚΑ ΤΑ ΜΕΣΑ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΝΩ ΤΑΙΝΙΕΣ. ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΠΟΥ ΘΑ ΔΟΥΛΕΨΩ ΕΧΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΤΟΣΟ ΜΕ ΠΡΑΚΤΙΚΟΥΣ ΟΣΟ ΚΑΙ ΜΕ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ
Ήταν, συνάμα, μια ευκαιρία να συνομιλήσει με την ελληνική παράδοση που, όπως λέει, «βρίσκω ολοένα και πιο σημαντική. Είναι ωραίο να έχουμε τη γνώση του παρελθόντος, να εμπνεόμαστε από αυτήν και να την διατηρούμε μέσα από μια δική μας ερμηνεία. Σίγουρα είναι δυσάρεστος ο τρόπος που μικροί ερχόμαστε σε επαφή με την παράδοση. Όταν, όμως, παίρνεις απόσταση την επανεκτιμάς» σημειώνει. Και μιλάει με λόγια ενθουσιώδη για τις ντόπιες γιαγιάδες και παππούδες που στήθηκαν με εντυπωσιακή φυσικότητα στο φακό του.
Οι ταινίες στο Χόλυγουντ
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που ο διεθνής σκηνοθέτης δούλεψε πάνω στο ελληνικό τοπίο· πόσο μάλλον ενός κυκλαδίτικου νησιού. Παραδέχεται πως χάρηκε που επέστρεψε στην Ελλάδα, δουλεύοντας με ένα μικρό κι ευέλικτο συνεργείο, με τρόπο απλό και ουσιαστικό. Οι λόγοι, εξάλλου, που τον οδήγησαν εκτός Ελλάδας ήταν το αδιέξοδο της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής. «Οι πρώτες μου ταινίες μας έφτασαν μέχρι σε ένα σημείο. Προφανώς, έξω βρήκα τα μέσα για να κάνω ταινίες. Γιατί το που θα δουλέψω έχει να κάνει τόσο με πρακτικούς όσο και με αισθητικούς λόγους».
Μεγάλο ενδιαφέρον από φορείς του εξωτερικού
Τοπικός αλλά και διεθνής, ο Γιώργος Λάνθιμος θα δει την «Βληχή» του να ταξιδεύει σε χώρες του εξωτερικού αφού ήδη πολλοί οργανισμοί – μουσεία, φεστιβάλ, όπερες – έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον να την φιλοξενήσουν. Απαραίτητη προϋπόθεση για τις μετακλήσεις της – από τις οποίες σύντομα θα έχουμε νέα – είναι να προβάλλεται πάντα υπό τη συνοδεία της μουσικής.
Ο σκηνοθέτης σε συνεργασία με τον Γιώργο Κουμεντάκη, μέσα από μια μακρά και χρονοβόρα διαδικασία, ‘ψάρεψαν’ από μια μεγάλη δεξαμενή έργων συνθέσεις του Κνουτ Νύστεντ και του Τόσιο Χοσοκάβα. «Επιλέξαμε ανάμεσα σε δεκάδες, δύο έργα που έχουν εσωτερική συνοχή και τελικά, με την συνδρομή της χορωδίας, προσφέρουν ένα δεύτερο σενάριο στην ταινία. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να παιχτεί ποτέ χωρίς τη μουσική» τονίζει ο κ. Κουμεντάκης. Αυτή είναι, άλλωστε, και η φιλοσοφία του «The artist and the composer»: Μια σύμπραξη μορφών τέχνης ως ενιαίο σύνολο.