Η ρευματολογία είναι μια υπο-ειδικότητα της παθολογίας που ασχολείται με τα νοσήματα του μυοσκελετικού συστήματος (μύες, αρθρώσεις, οστά, περιφερικά, νεύρα) Επειδή ο χαρακτηριστικός ιστός σε αυτό το σύστημα είναι ο συνδετικός ιστός (Σ.Ι.) που όμως υπάρχει σε όλα τα όργανα, τα συμπτώματα δεν περιορίζονται μόνο στο μυοσκελετικό (πόνος, πρήξιμο, δυσκαμψία) αλλά πολλές φορές εκδηλώνονται σε όλα σχεδόν τα συστήματα. (Καρδιά, πνεύμονες, γαστρεντερικό, νεφρά κ.α.), γι’ αυτό το λόγο πολλές φορές συγχέονται με νόσους εσωτερικής παθολογίας και οι ασθενείς προσέρχονται αρχικά σε παθολόγους, γαστρεντερολόγους κ.λπ. Επειδή συχνά υπάρχει το στοιχείο της αυτοανοσίας (ο οργανισμός μάχεται δικά του συστατικά και όχι π.χ. μικρόβια) μιλάμε για αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα του συνδετικού ιστού ή για νόσους του κολλαγόνου.
Συνήθως ο ασθενής επισκέπτεται τον Ρευματολόγο είτε γιατί έχει φλεγμονή και πόνο σε μια ή πολλές αρθρώσεις είτε γιατί παραπέμπεται από γιατρό άλλης ειδικότητας (π.χ. Παθολόγο ή Ορθοπεδικό).Το γεγονός ότι έχει εν μέρει κοινό αντικείμενο ενδιαφέροντος –το μυοσκελετικό- με την Ορθοπεδική δημιουργεί συχνά σύγχυση σε ασθενείς αλλά και γιατρούς! Η ορθοπεδική ,όμως, είναι χειρουργική ειδικότητα με κύριο έργο την χειρουργική διόρθωση είτε συγγενών σκελετικών ανωμαλιών π.χ. βαριά σκολίωση, ραιβογονία (κλίση της κνήμης προς τα μέσα σε σχέση με τον μηρό), είτε τραυματικών κακώσεων, (κατάγματα, εξαρθρήματα) – σε αντίθεση με την Ρευματολογία που είναι παθολογική ειδικότητα με κύριο έργο την διάγνωση και την συντηρητική αντιμετώπιση (με φάρμακα, ασκήσεις, φυσικοθεραπεία) παθήσεων των αρθρώσεων ( όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η ψωριασική αρθρίτιδα, η αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα, η οστεοαρθρίτιδα, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος) και των μυών ( όπως πολυμυοσίτιδα ),αλλά και μεταβολικών παθήσεων των οστών (όπως η οστεοπόρωση). Τα ρευματικά νοσήματα δεν αφορούν μόνο ηλικιωμένους, όπως πολλοί πιστεύουν αλλά άτομα όλων των ηλικιών – ακόμη και νήπια ή παιδιά π.χ. χρόνια νεανική αρθρίτιδα κ.λπ.
Το ορθό ιατρικά είναι η συνεργασία μεταξύ ειδικών ώστε ο ασθενής να έχει την καλύτερη αντιμετώπιση, π.χ. ο ρευματολόγος παραπέμπει τον ασθενή με ρευματοειδή αρθρίτιδα στον ορθοπεδικό χειρουργό προκειμένου να υποβληθεί λ.χ. σε ολική αρθροπλαστική ισχύου όταν η αρθρίτιδα δεν αντιμετωπίζεται πλέον με συντηρητικά μέσα. Αντίστοιχα ο ορθοπεδικός θα παραπέμψει στον ρευματολόγο τον ασθενή με εμμένουσα αρθρίτιδα προκειμένου να διερευνηθεί και να αντιμετωπισθεί κατάλληλα. Ο Ρευματολόγος συνεργάζεται και με άλλους ειδικούς γιατρούς (παθολόγους, νευρολόγους, φυσιάτρους, ψυχιάτρους) αλλά και με επαγγελματίες υγείας όπως π.χ. με φυσικοθεραπευτές προκειμένου ο ασθενής να αντιμετωπισθεί σφαιρικά. Παρόλο που συχνά παραπέμπει τον ασθενή για φυσικοθεραπεία και αποκατάσταση, καθοδηγεί τον ασθενή του, διδάσκει ασκήσεις και τρόπους χρησιμοποίησης των αρθρώσεών του. Σημαντικός είναι ο ρόλος τόσο στην πρωτοβάθμια πρόληψη
(έλεγχος σε σχολεία κλπ) όσο και στην έγκαιρη ανίχνευση και θεραπεία συγγενών ασθενών με ρευματικά νοσήματα, μια που ο κληρονομικός παράγων είναι σημαντικός σχεδόν σε όλα.
Η ρευματολογία ασκείται σε κλινικές και εξωτερικά ιατρεία νοσοκομείων, σε ρευματολογικά ιατρεία ασφαλιστικών οργανισμών και τέλος από ιδιώτες ρευματολόγους στα ιατρεία τους.
Θοδωρής Σαρλάνης, Ιατρός Ρευματολόγος