«Στην Ελλάδα σπαταλάμε περισσότερα τρόφιμα από πλούσιες ευρωπαϊκές χώρες»
Tουλάχιστον ένα δισεκατομμύριο μερίδες φαγητού πετιούνται κάθε ημέρα σε όλο τον πλανήτη. Το ετήσιο κόστος της σπατάλης τροφίμων εκτιμάται σε περίπου ένα τρισεκατομμύριο δολάρια. Ταυτόχρονα, 783 εκατομμύρια άνθρωποι πλήττονται ετησίως από την πείνα, εκ των οποίων 150 εκατομμύρια είναι παιδιά. Η έκθεση του ΟΗΕ που δημοσιεύθηκε πρόσφατα αναδεικνύει ότι η σπατάλη τροφίμων μπορεί να αποτελεί ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο, εντούτοις έχει ένα ξεκάθαρο αποτέλεσμα: πετάμε τρόφιμα που κάποιοι άλλοι χρειάζονται. Αλλωστε, σύμφωνα με την έκθεση του 2022, το 60% των τροφίμων πετιέται από το νοικοκυριά (60%) και ακολουθούν οι υπηρεσίες φαγητού (28%) και το λιανικό εμπόριο (12%). Σημαντική συμβολή έχει και η χώρα μας, που αναδεικνύεται σε μια από τις «πρωταθλήτριες» ευρωπαϊκές χώρες στο food waste.
Σύμφωνα με όσα επικαλείται η επίμαχη έκθεση, βασιζόμενη στα –τελευταία διαθέσιμα– στοιχεία που συγκέντρωσε η Eurostat, η Ελλάδα πέταξε το 2020 συνολικά περισσότερους από 2 εκατομμύρια τόνους φαγητού. Η κατά κεφαλήν σπατάλη τροφίμων ανήλθε στα 191 κιλά, εκ των οποίων τα 87 πετάχτηκαν από τα ελληνικά νοικοκυριά. Η Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη θέση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. στη σχετική λίστα. Ο σχετικός ευρωπαϊκός μέρος όρος ανέρχεται σε 70 πεταμένα κιλά ανά νοικοκυριό. Αντίστοιχα, ο σχετικός παγκόσμιος μέσος όρος ανέρχεται σε 79 κιλά πεταμένου φαγητού ανά νοικοκυριό. Στην έκθεση του ΟΗΕ αναγράφεται πως σε ό,τι αφορά τη σπατάλη μόνο από νοικοκυριά, υπηρεσίες φαγητού και λιανικό εμπόριο, η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση της κατά κεφαλήν σπατάλης τροφίμων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, πίσω μόνο από Μάλτα και Πορτογαλία.
Σύμφωνα με όσα δήλωσε στην «Κ» ο Δημήτρης Νέντας, εκτελεστικός διευθυντής του Ιδρύματος για την Καταπολέμηση της Πείνας και της Σπατάλης «Τράπεζα Τροφίμων», τα νούμερα της σπατάλης τροφίμων στην Ελλάδα είναι «υψηλότερα ακόμη και από πλούσιες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι παράδοξο, εφόσον αναλογιστούμε τις δυσκολίες που περάσαμε τα τελευταία χρόνια». Αλλωστε, σύμφωνα με τον ίδιο, «σημαντικό μέρος αυτών των τροφίμων έχουν αξία, αφού είναι κατάλληλα για κατανάλωση. Ακόμη και να μην έχουν όμως, θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν με άλλες μορφές, στα πλαίσια της κυκλικής οικονομίας».
Μπορεί η σπατάλη τροφίμων να αποτελεί ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο, σύμφωνα όμως με τον κ. Νέντα, «το 46% της σπατάλης των τροφίμων στην Ελλάδα συντελείται στα νοικοκυριά». Η ενδεχόμενη μείωση αυτού του αριθμού εξαρτάται σύμφωνα με τον ίδιο από «τον βαθμό ευαισθητοποίησης του τελικού καταναλωτή. Να βρούμε δηλαδή τρόπους να μαγειρεύουμε την ποσότητα που χρειαζόμαστε, να διαχειριζόμαστε προϊόντα που δεν καταναλώσαμε αυθημερόν, να ψωνίζουμε όσα τρόφιμα χρειαζόμαστε».
Εξίσου σημαντική παράμετρος σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ότι «στην Ελλάδα έχουμε μεγάλη σύγχυση αναφορικά με την ημερομηνία λήξης και την ημερομηνία “ανάλωση κατά προτίμηση πριν”. Στη δεύτερη κατηγορία ένα προϊόν μπορεί να καταναλωθεί με απόλυτη ασφάλεια μια ημέρα μετά την αναγραφόμενη ημερομηνία».
«Πετιέται φαγητό ακόμα και από φτωχά νοικοκυριά»
Από την πλευρά του, ο Στεφανί Λερού, εκτελεστικός διευθυντής του Διεθνούς Συνασπισμού για τα Απόβλητα Τροφίμων (IFWC), σχολίασε στην «Κ» ότι μέρος του προβλήματος οφείλεται στον τρόπο ζωής, καθώς «ανήκουμε σε μια κοινωνία που της αρέσει να καταναλώνει αγαθά» ενώ την ίδια ώρα «οι άνθρωποι –ειδικά στις πλούσιες χώρες– τείνουν να μη δίνουν σημασία στην αξία του φαγητού».
Το γεγονός ότι η βιομηχανία φαγητού διανέμει φαγητό και σε χαμηλές τιμές, εξηγεί σύμφωνα με τον κ. Λερού ότι στις πόλεις «πετιέται φαγητό ακόμα και από φτωχά νοικοκυριά». Αντιθέτως, «οι άνθρωποι της υπαίθρου, επειδή γνωρίζουν την προσπάθεια που απαιτείται για την παραγωγή φαγητού, πετούν πολύ λιγότερο».
Αναφορικά με το γιατί πετιέται φαγητό και στις αναπτυσσόμενες χώρες, ο κ. Λερού επισήμανε ότι «υπάρχει διαφορά μεταξύ της σπατάλης τροφίμων και της απώλειας τροφίμων. Στις φτωχές χώρες το φαγητό πετιέται στην αρχή της αλυσίδας, πριν από την πώλησή του. Αυτό οφείλεται στο ότι δεν έχουν τα εργαλεία για κατάλληλη συγκομιδή και δεν έχουν τις ίδιες δυνατότητες για τη διατήρηση του φαγητού».
«Θα αγοράζαμε ένα στραβό καρότο;»
Η σπατάλη τροφίμων οφείλεται σύμφωνα με τον κ. Νέντα σε μεγάλο βαθμό και στις υπηρεσίες διατροφής, όπως είναι «τα εστιατόρια, τα ξενοδοχεία και οι καντίνες. Οσο πιο κοντά στον καταναλωτή βρίσκονται τα σημεία διαχείρισης τροφίμων, τόσο πιο δύσκολο είναι να διαχειριστούμε και να επαναχρησιμοποιήσουμε κάποιο τρόφιμο». Σημαντικό ποσοστό τροφίμων που πετιούνται σε αυτή την περίπτωση δεν μπορούν να καταναλωθούν, εντούτοις, σύμφωνα με τον κ. Νέντα, «μερίδες φαγητού πετιούνται επειδή δεν καταναλώθηκαν από τους πελάτες. Θα πρέπει να γίνει πιο σωστή πρόβλεψη από όσους διαχειρίζονται τις κουζίνες».
Παράλληλα, σύμφωνα με τον κ. Νέντα, τίθεται και ζήτημα κουλτούρας, που αφορά «τόσο το καταναλωτικό όσο και το παραγωγικό μοντέλο. Υπάρχουν ολόκληρες μελέτες που δείχνουν ότι ο καταναλωτής στα φρέσκα φρούτα και λαχανικά έρχεται να επιβάλει συγκεκριμένα πρότυπα αισθητικής. Για παράδειγμα, θα δεχόμασταν να αγοράσουμε ένα στραβό καρότο; Πώς θα διαχειριζόταν μια εταιρεία, μια παραγωγή μήλων που είναι μικρότερα; Η συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή επηρεάζει αυτή των παραγωγών, των εμπόρων και των επαγγελματιών».
Σύμφωνα με την Eurostat, σε ό,τι αφορά τη σπατάλη τροφίμων στην πρωτογενή παραγωγή φαγητού, η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη θέση μεταξύ των υπόλοιπων χωρών της Ε.Ε.
Η σπατάλη τροφίμων έχει και περιβαλλοντικό αποτύπωμα, καθώς σύμφωνα με τον κ. Λερού, «αν η σπατάλη τροφίμων ήταν χώρα, θα ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος παράγοντας εκπομπών αερίου». Οπως χαρακτηριστικά αναγράφεται στην έκθεση του ΟΗΕ, τα απόβλητα τροφίμων δημιουργούν περίπου το 8-10% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και καταλαμβάνουν το ισοδύναμο σχεδόν του 30% της παγκόσμιας γεωργικής έκτασης.
Σχετικά με το αν η μείωση της σπατάλης τροφίμων μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της παγκόσμιας πείνας, ο κ. Λερού σχολίασε ότι «είναι ρεαλιστικός στόχος, αλλά δεν θα γίνει απλά επειδή το λέμε». Πρόκειται πάντως για κάτι «που ήδη λειτουργεί από ένα οικοσύστημα οργανισμών οι οποίοι προσπαθούν να σώσουν αυτό το φαγητό και να το δώσουν σε ανθρώπους που πεινάνε».
kathimerini.gr