Μονάχα οι παλιοί Αμοργιανοί έχουν να αφηγηθούν ιστορίες αναμέτρησης με τσουνάμι που καλπάζει προς το μέρος σου, έτοιμο να σκεπάσει εκτάσεις και σπίτια. Αυτές τις περιγραφές μετέφεραν ποσοτικά στα χαρτιά τους οι διεθνείς μελετητές, οι οποίοι αμέσως μετά τον σεισμό και το τραγικό τσουνάμι της 9ης Ιουλίου του 1954, μετέβησαν στα νησιά του Αιγαίου για να καταγράψουν τα λόγια των αυτόπτων μαρτύρων:
Έως και τα 25 μέτρα έφτασε στην Αμοργό το «γιγαντιαίον παλιρροιακόν κύμα», όπως έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής, τα 20 μέτρα στην Αστυπάλαια, τα 10 στη Φολέγανδρο, ενώ οι καταστροφές απλώθηκαν σε Κυκλάδες, Δωδεκάνησα και Κρήτη. Πρόκειται για το μεγαλύτερο τσουνάμι στη Μεσόγειο κατά τον 20ο αιώνα αλλά και τον 21ο έως τώρα, όπως και τον πιο καταστροφικό σεισμό αυτής της περιόδου. Η τραγική αποτίμηση του πρωτόγνωρου φαινομένου περιελάμβανε συνολικά 53 νεκρούς, 100 τραυματίες και χιλιάδες κατεστραμμένα σπίτια και περιουσίες σε νησιά του Αιγαίο, με το μεγαλύτερο βάρος να πέφτει στη Σαντορίνη, απ’ όπου ξεκίνησε η ιστορία: ένας ισχυρός τεκτονικός σεισμός της τάξεως των 7,5 ρίχτερ (όπως υπολογίζεται με τις μετέπειτα αναλύσεις των σεισμολόγων) συνέτριψε το ηφαιστειακό νησί, προτού απελευθερωθεί το τσουνάμι.
Η δόνηση ισοδυναμούσε με «δέκα χιλιάδες ατομικές βόμβες» έγραψε η εφημερίδα Ελευθερία την επομένη. Αργότερα διαπιστώθηκε ότι δεν ήταν ένας αλλά δύο (σχετικά) ισοδύναμοι σεισμοί που σημειώθηκαν ανοιχτά της Αμοργού, με διαφορά 13 μόλις λεπτών, εκείνο το ξημέρωμα. Το ηφαιστειακό νησί των Κυκλάδων υπέστη ζημιές στο 80% των σπιτιών του, το οποίο σε απόλυτους αριθμούς αντιστοιχούσε τότε σε 3.760 οικίες. Πολλές από αυτές ισοπεδώθηκαν, καταπλακώνοντας όσους βρίσκονταν μέσα.
Όπως πάντα, το γεωλογικό φαινόμενο άφησε ένα σημείωμα πριν χτυπήσει, αλλά κανείς δεν το έλαβε υπόψη.
Την προηγούμενη ημέρα το μεσημέρι, ένας προσεισμός σημειώθηκε με επίκεντρο το ίδιο σημείο, νότια της Αμοργού: ήταν 4,9 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, αλλά οι επιπτώσεις του ελάχιστες στα πέριξ νησιά, οι κάτοικοι των οποίων αφού ταρακουνήθηκαν επέστρεψαν κανονικά στις ζωές τους, αγνοώντας τότε τη συμπεριφορά των εγκέλαδων.
Ο κύριος σεισμός εκδηλώθηκε τελικά λίγα λεπτά μετά τις 5 τα ξημερώματα στις καλοκαιρινής ημέρας, όταν μερικοί κοιμόντουσαν αλλά οι περισσότεροι είχαν ξυπνήσει για τις πρωινές εργασίες στο σπίτι, τα χωράφια και τις βάρκες.
Μετά το τρομερό τράνταγμα του σεισμού, ξεκίνησε το δεύτερο κεφάλαιο της καταστροφής: το τσουνάμι. Η σεισμική δραστηριότητα ήταν μεν πρωτοφανής για την εποχή (και παραμένει ένας από τους ισχυρότερους σεισμούς των σύγχρονων χρόνων), ωστόσο δεν ήταν αρκετός ώστε να δικαιολογήσει τέτοιες τιμές αναρρίχησης στο θαλάσσιο κύμα, όπως απέδειξε με σύγχρονες τεχνικές σεισμολογίας η Δέσποινα Κατσιμίχα στη μεταπτυχιακή της διατριβή.
«Το σενάριο των υποθαλάσσιων γεωλισθήσεων μοιάζει να επαληθεύει τις μαρτυρίες των κατοίκων», όπως αναφέρει η ίδια. Ισχύει δηλαδή αυτό που είχε εκφραστεί ως υπόθεση και από πρότερους μελετητές, οι οποίοι τη δεκαετία του ’60 κατέφθασαν για να μελετήσουν εκτενώς το φαινόμενο (μάλιστα, ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο στη χώρα): φαίνεται πως ο σεισμός προκάλεσε βίαιες μετατοπίσεις στις τεκτονικές πλάκες, έτσι που σε έκταση περί τα 1.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα βυθού προκλήθηκαν ακαριαία αλλαγές, οπότε και κατολισθήσεις.
Κατά συνέπεια, δεν είναι άτοπο να εικάσουμε ότι το τσουνάμι δεν ήταν ένα αλλά περισσότερα, τα οποία απελευθερώθηκαν ταυτόχρονα από κοντινά σημεία τέτοιων υποθαλάσσιων κατολισθήσεων και μετατοπίσεων.
Και το υψηλότερο κύμα εξ αυτών έμελλε τελικά να ιδωθεί από τους κατοίκους στην Αμοργό – αλλά στη νότια μόνο πλευρά, γιατί η βόρεια έμεινε σχετικά ανεπηρέαστη (στα 7 μέτρα δείχνουν το κύμα οι αναφορές των κατοίκων). Ανάλογα χαμηλές τιμές ανέφεραν πηγές σε άλλα μέρη του ίδιου νησιού, οπότε η εξασθένιση ήταν πάρα πολύ σύντομη, παρά τα 20+ μέτρα ύψους στην περιοχή του Μούρου.
Φαίνεται λοιπόν ότι η εξασθένιση ήταν πολύ σύντομη, οπότε καταρρίπτεται το σενάριο ότι προκλήθηκε αμιγώς από τον σεισμό. Τουλάχιστον το κύμα που έφτασε σε αυτό το νησί, διότι οι κάτοικοι της Καλύμνου έχουν να μνημονεύουν χαρακτηριστικές εικόνες από το ξημέρωμα εκείνο: τα Πόθια στο λιμάνι του νησιού βρέθηκαν έως 1,5 χιλιόμετρο μέσα να πλέει στο νερό. Πάνω από τριάντα καΐκια και ένα καράβι εκτοξεύτηκαν στη Χώρα (τον οικισμό πάνω από τα Πόθια, δηλαδή) και τρεις άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.
Η αναρρίχηση του κύματος έφτασε μόνο τα 2,5 μέτρα (είτε τα 3,60 κατά άλλους) αλλά η ορμή του ήταν ατελείωτη. Τρεις φορές μάζεψε η θάλασσα και σε κάποια σημεία «η υποχώρηση έφτασε τα 200 μέτρα από την ακτή», όπως μεταφέρει ντόπιος στην παλαιότερη μελέτη του Ι.Α. Αντωνόπουλου. Οι συνέπειες του θηριώδους κύματος που χτύπησε την Αμοργό ήταν μεν υπαρκτές αλλά διόλου αντίστοιχες με αυτές της Καλύμνου.
Η απόσταση μπορεί να δικαιολογήσει το παράδοξο της δυσανάλογης ορμής – όσο περισσότερο απέχει το σημείο έναρξης από την ακτή, τόσο πολλαπλασιάζει τη δύναμη του το τσουνάμι και αντίστοιχα υποχωρεί περισσότερο η θάλασσα πριν σκάσει–, αλλά η λογική λέει ότι στην Αμοργό συνέβη ένα διαφορετικό τσουνάμι από εκείνο των Δωδεκανήσων.
Πηγή: oneman