Συμβάσεις με τιμές αυξημένες από 10% έως και 15% έχουν υπογράψει για τη σεζόν του 2023 οι Ελληνες ξενοδόχοι με τα μεγάλα τουριστικά γραφεία του εξωτερικού, γράφει ο Ηλίας Μπέλλος στην εφημερίδα Καθημερινή. Οι αυξήσεις αυτές, που μεσοσταθμικά κινούνται πέριξ του 12%, αφορούν τα πακέτα διακοπών που πωλούνται στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία και η Αγγλία από tour operators όπως η TUI Group, η Der Touristik, η Apollo, που ειδικεύεται στις αγορές των σκανδιναβικών χωρών, η Seniorenreisen (Αυστρία) η Ideal Tours, η Springer Reisen και άλλοι.
Παρά την άνοδο των τιμών που έρχεται ως λογικό επακόλουθο του πληθωρισμού και της ισχυρής ζήτησης για διακοπές στην Ελλάδα, τα μεγάλα τουριστικά γραφεία εκτιμούν πως θα μπορέσουν να πουλήσουν ακόμα περισσότερα πακέτα φέτος, αναφέρουν στην «Κ» πηγές της αγοράς. Το εύρος των αυξήσεων διαφέρει από προορισμό σε προορισμό ανάλογα και με τη δημοφιλία που έχει ο καθένας από αυτούς στις ευρωπαϊκές αγορές.
Αξίζει να σημειωθεί ωστόσο πως οι αυξήσεις στις τιμές για τις απευθείας κρατήσεις που κάνουν οι ταξιδιώτες είναι ακόμα μεγαλύτερες και σε περιπτώσεις ξεπερνούν ακόμα και το 100%, προσθέτουν οι ίδιες πηγές.
Ενώ λοιπόν το σύνολο του κόστους του τουριστικού πακέτου για μία οικογένεια που θέλει να ταξιδέψει από την Αγγλία ή τη Γερμανία προς την Ελλάδα εμφανίζεται σημαντικά αυξημένο, λόγω και της παράλληλης ανόδου του κόστους των επιβατικών αερομεταφορών, η διάθεση για ταξίδια φέτος παραμένει ισχυρή και σε περιπτώσεις ισχυρότερη και από αυτήν του 2022. Διορθώσεις ωστόσο αναμένεται να παρατηρηθούν στη διάρκεια των διακοπών, καθώς η διάβρωση του διαθέσιμου εισοδήματος των ευρωπαϊκών νοικοκυριών από τον πληθωρισμό περιορίζει τους σχετικούς προϋπολογισμούς των διακοπών του καλοκαιριού του 2023.
Είναι χαρακτηριστικό πως, σύμφωνα με έρευνα της PwC σε δείγμα 1.000 Γερμανών ηλικίας από 18 έως 65 ετών, η διάθεση εξοικονόμησης χρημάτων στις διακοπές εμφανίζει μικρή υποχώρηση σε σχέση με την αντίστοιχη έρευνα που έγινε την περίοδο της άνοιξης του 2022. Το 58% ελπίζει ότι η οικονομική του κατάσταση δεν θα χειροτερέψει και ενδεχομένως και να βελτιωθεί κατά το πρώτο εξάμηνο φέτος, έναντι αντίστοιχου ποσοστού 67% τον Απρίλιο του 2022, ενώ οι μισοί σχεδόν από τους ερωτηθέντες χαρακτηρίζουν την οικονομική τους κατάσταση άσχημη (19 μονάδες περισσότερες έναντι του 2022). Πάντως, πάνω από 70% όσων ταξιδεύουν με πακέτα διακοπών σκέφτονται να ταξιδέψουν με λιγότερα χρήματα ή και να κάνουν συντομότερης διάρκειας διακοπές.
Τα ευρήματα αυτά δεν ανησυχούν ιδιαίτερα τα μεγάλα τουριστικά γραφεία ούτε τους Ελληνες ξενοδόχους καθώς το απόθεμα ζήτησης για διακοπές στην Ελλάδα είναι τέτοιο που μπορεί να επιτρέψει την κάλυψη των διαθέσιμων ημερών από άλλους ταξιδιώτες. Να πέσει δηλαδή η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη ανά ταξίδι στην Ελλάδα αλλά να ανέβει το πλήθος των επισκεπτών από το εξωτερικό. Εξάλλου, σύμφωνα με την έρευνα της PwC, τα περισσότερα γερμανικά νοικοκυριά σχεδιάζουν περικοπές σε άλλους τομείς και όχι απαραίτητα στις διακοπές. Τα κοσμήματα και τα έπιπλα για παράδειγμα βρίσκονται στην κορυφή της λίστας περικοπών, με το 66% και το 59% των Γερμανών αντίστοιχα να δηλώνουν πως θα «παγώσουν» τις σχετικές αγορές.
Ανάλογα είναι τα μηνύματα και από τη βρετανική αγορά που μαζί με τη γερμανική είναι οι δύο μεγαλύτερες από τις οποίες αντλεί επισκέπτες η Ελλάδα. Μάλιστα αντίστοιχη έρευνα στη Βρετανία δείχνει ότι το 34% όσων σχεδιάζουν να ταξιδέψουν, δηλώνει πως θα κάνει φέτος μεγαλύτερης διάρκειας διακοπές σε σχέση με το 2022. Το ποσοστό που δηλώνει πως θα κάνει διακοπές μικρότερης διάρκειας στην ίδια έρευνα διαμορφώθηκε στο 25%. Η μειοψηφία (20%) εκείνων των Βρετανών που δεν θα ταξιδέψουν, δηλώνει πως η διάβρωση του διαθέσιμου εισοδήματος (66%) και ο πληθωρισμός (48%) είναι οι βασικές αιτίες.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως οι αυξήσεις στις συμβάσεις των ξενοδόχων με τα μεγάλα ξένα τουριστικά γραφεία αντανακλώνται και στις αυξήσεις που προβλέπει η νέα Εθνική Κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΚΣΣΕ) που διέπει τις εργασιακές σχέσεις στον ξενοδοχειακό κλάδο. Η συμφωνία έχει διετή διάρκεια (1-1-2023 έως 31-12-2024) και προβλέπει αύξηση των βασικών μισθών κατά 5,5% για το πρώτο έτος (2023) και επιπλέον αύξηση κατά 5% για το δεύτερο έτος (2024).