Αίγυπτος: “Καταφύγιο” για τουρκικές επιχειρήσεις
Όλο και πιο αυτονόητες, όλο και πιο θερμές γίνονται οι χειραψίες του Αιγύπτιου προέδρου Αμπντέλ Φατάχ Αλ Σίσι με τον Τούρκο ομόλογό του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Για δέκα ολόκληρα χρόνια οι δύο άνδρες διατηρούσαν μάλλον εθχρικές σχέσεις, ήταν εμφανές ότι ο ένας δύσκολα ανέχεται την παρουσία του άλλου. Μία πρώτη διστακτική προσέγγιση έγινε στο Κατάρ, πριν από έναν χρόνο, στο περιθώριο του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου.
Ήταν μία σύντομη χειραψία. Ακολούθησαν όμως δύο ακόμη συναντήσεις, αρχικά στη σύνοδο των G20 στο Νέο Δελχί τον Σεπτέμβριο και ακολούθως στη σύνοδο κορυφής του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας στο Ριάντ πριν λίγες εβδομάδες.
“Πάγος” στις σχέσεις Καΐρου-Άγκυρας
Για δέκα ολόκληρα χρόνια ήταν σχεδόν αδύνατον να σπάσει ο “πάγος” στις διμερείς σχέσεις Τουρκίας- Αιγύπτου. Η εξήγηση είναι προφανής: Το 2013 ο Αλ Σίσι ανέτρεψε με στρατιωτικό πραξικόπημα τον δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο της Αιγύπτου Μοχάμεντ Μούρσι, τον οποίο στήριζαν οι ισλαμιστές της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και ο Ερντογάν έσπευσε να πάρει το μέρος του Μούρσι. “Πραξικοπηματία”, “δολοφόνο”, “τύραννο” ή ακόμη και “Φαραώ” αποκαλούσε ο Ερντογάν τον νέο ισχυρό άνδρα της Αιγύπτου, ενώ παράλληλα υιοθετούσε τον συμβολικό χαιρετισμό της Μουσουλμανικής Αδελφότητας με τα τέσσερα υψωμένα δάχτυλα και τον διπλωμένο αντίχειρα.
Από την πλευρά του το Κάιρο κατηγορούσε τον Ερντογάν ότι στηρίζει την τρομοκρατική δράση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και προσφέρει καταφύγιο στους ισλαμιστές. Διαμετρικά αντίθετα ήταν τα συμφέροντα των δύο χωρών και στη Λιβύη, ιδιαίτερα όσον αφορά την αξιοποίηση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου. Όμως οι συμπληγάδες της οικονομικής κρίσης αναγκάζουν Τουρκία και Αίγυπτο να αναζητήσουν μία ευκαιρία προσέγγισης.
Το 2023, για πρώτη φορά μετά από εννέα χρόνια, συναντήθηκαν οικονομικές αντιπροσωπείες των δύο χωρών, σε μία προσπάθεια να αναθερμάνουν τις διμερείς εμπορικές σχέσεις.
Ο πληθωρισμός “επιμένει” στην Τουρκία
Εδώ και χρόνια οι Τούρκοι επιχειρηματίες είναι ιδιαίτερα δυσαρεστημένοι με το οικονομικό περιβάλλον στην πατρίδα τους. Η αντι-συμβατική νομισματική πολιτική που ακολουθεί ο Ερντογάν, εμμένοντας σε χαμηλά επιτόκια, ωθεί τον πληθωρισμό σε δυσθεώρητα ύψη.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία ο επίσημος πληθωρισμός στην Τουρκία υπερβαίνει το 61%, ενώ το κόστος της ενέργειας παραμένει υψηλό και η απρόβλεπτη πολιτική της κεντρικής τράπεζας δεν διευκολύνει την κατάσταση.
Το νέο οικονομικό επιτελείο με πρωταγωνιστές τον υπουργό Οικονομικών Μεχμέτ Σιμσέκ και την επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας Χαφιζέ Γκαγιέ Ερκάν θεωρητικά πρεσβεύει μία πιο “συμβατική” νομισματική πολιτική και υπόσχεται μονοψήφια πσοστά πληθωρισμού, το αργότερο μέχρι το 2026.
Ωστόσο δεν έχει ακόμη καταφέρει να πείσει τις αγορές και τον επιχειρηματικό κόσμο στην Τουρκία. Στην προσπάθειά τους να μειώσουν το κόστος παραγωγής και να περιορίσουν την αβεβαιότητα στις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, πολλοί αναζητούν εναλλακτικές λύσεις στο εξωτερικό. Η Αίγυπτος φαίνεται να προσφέρει ελκυστικές λύσεις, ιδιαίτερα από τον περασμένο Απρίλιο, όταν καταργήθηκε η υποχρεωτική βίζα για τους Τούρκους πολίτες.
Το εργατικό κόστος, αλλά και το συνολικό κόστος παραγωγής είναι άλλωστε αισθητά χαμηλότερο στην Αίγυπτο. Για το τρέχον έτος οι τουρκικές επενδύσεις έχουν φτάσει τα 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια και εκτιμάται ότι το 2024 θα ξεπεράσουν τα 3 τρις.
Χαμηλό κόστος, πρόσβαση σε νέες αγορές
Επιπλέον οι τουρκικές επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν πρόσβαση σε αγορές τρίτων χωρών μέσω της αιγυπτιακής αγοράς, που είναι μία από τις μεγαλύτερες στη ζώνη ΜΕΝΑ (Οικονομίες της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής). Δεν προβλέπονται δασμοί στις εμπορικές συναλλαγές με τις ΗΠΑ, την ΕΕ, τη Νότια Αμερική, αλλά και ορισμένες αφρικανικές χώρες.
“Η Αίγυπτος ήταν ανέκαθεν ελκυστικός επενδυτικός προορισμός, αλλά η κατάργηση της βίζας ήταν το αποφασιστικό σημείο καμπής για την προσέλευση ακόμη περισσότερων επενδυτών”, λέει στην DW ο Μουσταφά Ντενιζέρ, πρόεδρος του Επιχειρηματικού Συμβουλίου Τουρκίας-Αιγύπτου.
Ο ίδιος εκτιμά ότι στην Αίγυπτο δραστηριοποιούνται ήδη 35 βιομηχανικές επιχειρήσεις από την Τουρκία, με τον τζίρο τους να φτάνει το 1,5 δισεκατομμύριο δολάρια ετησίως. Παραδείγματα αποτελούν οι εταιρείες Arcelik, Sisecam, Temsa και Yildiz Holding. H Temsa κατασκευάζει στην Αίγυπτο λεωφορεία και φορτηγά, τα οποία εξάγονται και σε άλλες χώρες. Ο όμιλος Yilmaz έχει ιδρύσει τη βιομηχανία ζαχαροπλαστικής Pladis. Η υφαντουργία Yesim λειτουργεί ήδη τρία εργοστάσια στο Κάιρο, την Αλεξάνδρεια και την Ισμαηλία.
Η βιομηχανία ηλεκτρικών συσκευών Arcelik, που έχει διεισδύσει και στην Ευρώπη με την επωνυμία Beko, επένδυσε πάνω από 100 εκατ. δολάρια σε νέο εργοστάσιο στην Αίγυπτο, που αναμένεται να εγκαινιαστεί στα τέλη του 2023. Σημαντικό κίνητρο αποτελεί ασφαλώς το χαμηλό εργατικό κόστος.
Στην Αίγυπτο ο μέσος μισθός δεν ξεπερνά τα 150 δολάρια τον χρόνο, ενώ στην Τουρκία φτάνει τα 500 δολάρια. Τούρκοι εργοδότες στην Αίγυπτο απασχολούν ήδη 70.000 εργαζόμενους, χωρίς να συνυπολογίζονται οι προμηθευτές. Εκτιμάται ότι το ένα τρίτο της συνολικής παραγωγής στον κλάδο της υφαντουργίας προέρχεται από θυγατρικές τουρκικών επιχειρήσεων. Συν τοις άλλοις ο Μουσταφά Ντενιζέρ τονίζει ότι η Αίγυπτος έχει και μία “κουλτούρα φιλικής υποδοχής” για τις τουρκικές επιχειρήσεις.
Αισιοδοξία για το μέλλον
Το μόνο σοβαρό πρόβλημα είναι η έλλειψη συναλλαγματικών διαθεσίμων, με αποτέλεσμα πολλές φορές να καθυστερούν οι πληρωμές για τις τουρκικές επιχειρήσεις στην Αίγυπτο, ιδιαίτερα για εκείνες που απευθύνονται κυρίως στην εγχώρια αγορά. Αλλά ο Ντενιζέρ υποστηρίζει ότι οι κεντρικές τράπεζες των δύο χωρών αναζητούν από κοινού μία λύση στο πρόβλημα αυτό. Σε πολιτικό επίπεδο οι πρωτοβουλίες επαναπροσέγγισης συνεχίζονται πάντως. Τον Οκτώβριο ο Τούρκος υπουργός Οικονομίας Ομέρ Πολάτ επισκέφθηκε την Αίγυπτο συνοδευόμενος από επιχειρηματική αντιπροσωπεία.
Το παρών έδωσε και ο Ιμπραχήμ Μπουρκάι, επικεφαλής του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου στην Προύσα (Μπούρσα), μία πόλη με ιδιαίτερα δυναμική οικονομία. Ο ίδιος δηλώνει ιδιαίτερα αισιόδοξος και επισημαίνει ότι “στόχος μας είναι να υπερδιπλασιάσουμε τον όγκο των εμπορικών συναλλαγών ανάμεσα στις δύο χώρες μέσα σε πέντε χρόνια, φτάνοντας τα 15 δισεκατομμύρια δολάρια”. Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου
Πηγή: Deutsche Welle