Συνεχίστηκαν και το 2022 οι ανασκαφές στη θέση Μάντρα Δεσποτικού, όπου έχει έρθει στο φως μια εκτεταμένη εγκατάσταση και ένα από τα σημαντικότερα λατρευτικά κέντρα στο κεντρικό Αιγαίο.
Στη συγκεκριμένη θέση, που ανασκάπτεται από το 1997, τα πρωιμότερα δείγματα δραστηριότητας ανάγονται στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, ενώ η περίοδος της ύψιστης ακμής τεκμηριώνεται περίπου στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., όταν ιδρύεται το οριοθετημένο με περίβολο τέμενος του Απόλλωνα έκτασης 1.600 τ.μ.
Όπως αναφέρει σχετική ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ, η ανασκαφή έχει ως σήμερα αποκαλύψει 88 θραύσματα μαρμάρινων κούρων και 40 μαρμάρινες βάσεις αγαλμάτων διαφορετικών τύπων που αποτελούν και τα εντυπωσιακότερα αναθήματα στο ιερό συνιστώντας το μεγαλύτερο γνωστό σήμερα σύνολο στις Κυκλάδες. Εκτός τεμένους αναπτύσσεται μία μεγάλη εγκατάσταση με κτήρια και κτηριακά συγκροτήματα ποικίλης χρήσης (κατοικίες, εστιατόρια, αποθήκες, χώροι φύλαξης ζώων κ.ά.). Ενδεικτική του μεγέθους της εγκατάστασης ήταν η αποκάλυψη το 2020 ενός εκτενούς και πολύπλοκου συστήματος συλλογής και διαχείρισης υδάτων αποτελούμενου από δεξαμενές και κτιστό αγωγό, που εκτεινόταν στις υπώρειες του λόφου νότια του ιερού.
Οι φετινές ανασκαφικές εργασίες, που διήρκεσαν έξι εβδομάδες, από 22 Μαΐου έως και 1η Ιουλίου, επικεντρώθηκαν στο σύστημα των δεξαμενών, καθώς και στην περιοχή νότια του τεμένους, στο Ανατολικό Συγκρότημα. Επίσης, σημαντικό βάρος δόθηκε στην ανασκαφή της περιοχής νότια του ναόσχημου Κτηρίου Π το οποίο, όπως πληροφορεί, μεταξύ άλλων, η ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ, χρονολογείται στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. και λόγω κάτοψης και ευρημάτων μπορεί να συνδεθεί με λατρευτικές πρακτικές. Νότια του κτηρίου έχει αποκαλυφθεί τμήμα πλακόστρωτου υπαίθριου χώρου, τα όρια του οποίου δεν ήταν σαφή. Φέτος ήρθε στο φως ο περίβολος που όριζε τον χώρο αυτό από ανατολικά και τμήμα του τοίχου που τον όριζε από νότο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε η διαδοχή των φάσεων χρήσης του χώρου και τα ευρήματα από αυτόν.
Στο επίπεδο της θεμελίωσης του αρχαϊκού ανατολικού τοίχου του υπαίθριου χώρου, σε απόσταση περί τα 4 μ. νότια του Κτηρίου Π, εντοπίστηκαν 3 μαρμάρινες βάσεις, πιθανότατα από περιρραντήρια (τελετουργικά αγγεία), που μπορούν να χρονολογηθούν στην ύστερη αρχαϊκή περίοδο, καθώς και σημαντική ποσότητα αρχαϊκής κεραμικής (π.χ. ενεπίγραφα όστρακα) και μεταλλικά αντικείμενα. Στα υψηλότερα ανασκαφικά στρώματα, πάνω από και νότια του αρχαϊκού τοίχου αποκαλύφθηκαν τέσσερεις τοίχοι που ορίζουν τρεις τουλάχιστον χώρους -η κεραμική από το εσωτερικό τους μπορεί να χρονολογηθεί στους ύστερους κλασικούς χρόνους. Εντοπίστηκαν, επίσης, δύο μαγειρικά σκεύη στην αρχική θέση τους, στο δάπεδο των χώρων.
Όσον αφορά τις αναστηλωτικές εργασίες, εκπονήθηκε η μελέτη αποκατάστασης του Κτηρίου Δ (γ’ τέταρτο 6ου αι. π.Χ.), του τρίτου καλύτερα σωζόμενου οικοδομήματος στο ιερό, μετά τον ναό και το εστιατόριο που δεσπόζει στη ΒΑ γωνία του τεμένους και ήταν άρρηκτα συνδεμένο με τις λατρευτικές πρακτικές. Στο διάστημα των φετινών εργασιών, που διήρκεσαν τρεις βδομάδες, ολοκληρώθηκε η υπόβαση του στυλοβάτη, τοποθετήθηκαν οι βάσεις των κιόνων και το κατώφλι του σηκού, επίσης ξεκίνησε η διαμόρφωση της νότιας πρόσοψης του κτιρίου, της βόρειας και νότιας παραστάδας.
Η ανασκαφή διεξήχθη υπό τη διεύθυνση του Γ. Κουράγιου (Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων) και τη συνεργασία των αρχαιολόγων Ίλιας Νταϊφά και Αλεξάνδρας Αλεξανδρίδου (Επικ. καθηγ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων). Οι αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν από τους εξειδικευμένους μαρμαροτεχνίτες Β. Χατζή. Μ. Αρμάο, Γ. Σκαρή, Γ. Παλαμάρη, Λ. Ιωάννου, Γ. Κοντονικολάου.