Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να κερδίσει το στοίχημα της προσαρμογής της παραγωγής της στο στόχο της ΕΕ για βιολογική παραγωγή, καθώς η πολιτική ηγεσία του ΥπΑΑΤ δημιουργεί τις προϋποθέσεις γι’ αυτό, τόνισε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ. Γιώργος Γεωργαντάς, σε ομιλία του στην ημερίδα για τα βιολογικά προϊόντα στο πλαίσιο των εργασιών της SerExpo.
Στόχος της ΕΕ είναι το 2030 το 25% των εκτάσεων που καλλιεργούνται να είναι βιολογικές.
Προς την κατεύθυνση αυτή το ΥπΑΑΤ έχει αναπτύξει εθνικό σχέδιο με αιχμή του δόρατος το μεγαλύτερο πρόγραμμα βιολογικής παραγωγής που έχει αναπτυχθεί στη χώρα, ύψους 705 εκατ. ευρώ, από το οποίο αναμένεται να ωφεληθούν περισσότεροι από 60.000 παραγωγοί.
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε ο κ. Γεωργαντάς στη βιολογική κτηνοτροφία στην οποία θα προωθηθούν τα περίπου τα 305 από τα 705 εκατ. του προγράμματος.«Η βιοποικιλότητα της ελληνικής γης καθιστά ούτως ή άλλως τα ελληνικά κρέατα μοναδικά σε γεύση και σε ποιότητα. Θα ήταν – και επιχειρηματικά- λάθος να μη στηρίξουμε την ανάπτυξη της βιολογικής κτηνοτροφίας, καθώς μέσω αυτής η ελληνική παραγωγή μπορεί να περάσει σε άλλο επίπεδο και να κατακτήσει όχι μόνο την ελληνική αλλά και τις διεθνείς αγορές», τόνισε ο ΥπΑΑΤ.
Ανάλογη προοπτική υπάρχει στη χώρα μας και η βιολογική υδατοκαλλιέργεια. Όπως είπε ο κ. Γεωργαντάς «ήδη η ελληνική ιχθυοπαραγωγή κατακτά την Ευρώπη. Με την αξιοποίηση του πλούτου των ελληνικών θαλασσών και λιμνοθαλασσών, θα μπορούσαμε να διαδραματίσουμε πρωταγωνιστικό ρόλο παγκοσμίως».
Σε ό,τι αφορά στην προώθηση της βιολογικής παραγωγής ο κ. Γεωργαντάς πρότεινε τη σύνδεσή του με τον ελληνικό τουρισμό. «Το ελληνικό βιολογικό πιάτο πρέπει να μπει στο βασικό μενού όλων των ξενοδοχείων της χώρας. Μπορούν επίσης να αναπτυχθούν δίκτυα βιολογικού τουρισμού», είπε.
Τόνισε, επίσης, ότι μέσα από συνεργασία του ΥπΑΑΤ και του υπουργείου Παιδείας μπορούν να αναπτυχθούν προγράμματα προβολής της βιολογικής παραγωγής σε εθνικό επίπεδο, ώστε να δημιουργήσουμε τη γενιά καταναλωτών του 2030.
Σε ό,τι αφορά στο ζήτημα της ενίσχυσης των εφοδιαστικών αλυσίδων, επισήμανε την ανάγκη επέκτασης των λαϊκών αγορών βιολογικών προϊόντων και την ευκολότερη πρόσβαση των παραγωγών σε αυτές.
Επίσης, ο κ. Γεωργαντάς σημείωσε ότι η αναζήτηση της ποιότητας είναι διαρκές ζητούμενο στην ανθρώπινη φύση και κάλεσε τους παραγωγούς στην ενίσχυση της βιολογικής παραγωγής.
Σε ό,τι αφορά στις αποζημιώσεις από την θεομηνία που έπληξε την περιοχή τον Ιούνιο (αφορά τις Περιφερειακές Ενότητες Καβάλας, Ξάνθης , Σερρών, Κιλκίς, Πέλλας και Θεσσαλονίκης) ο ΥπΑΑΤ, τόνισε ότι στις αρχές της επόμενης εβδομάδας κατατίθεται τροπολογία για να μπορέσει να γίνει άμεσα η προκαταβολή αποζημιώσεων. Προσέθεσε δε, ότι το ενδιαφέρον της κυβέρνησης για τους αγρότες φαίνεται και από το γεγονός ότι για πρώτη φορά το 2021 το ποσό των αποζημιώσεων του ΕΛΓΑ έφθασε στα 350 εκατ. ευρώ, όταν οι εισφορές των αγροτών ήταν 158 εκατ.
Χαιρετισμό στην Ημερίδα απηύθυνε και η Γενική Γραμματέας Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κα Χριστιάνα Καλογήρου, η οποία σημείωσε ότι στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, «Μιλάμε Βιολογικά», με τα έργα μας, τη δράση μας, την αμείλικτη γλώσσα των αριθμών.
«Ειδικά για την Π.Ε. Σερρών την 3ετία από τον Ιούλιο του 2022 μέχρι τον Ιούλιο του 2025 δίνονται 17,5 εκατομμύρια ευρώ», είπε η Γενική Γραμματέας και επεσήμανε: «Στρατηγική η επιλογή για τη στήριξη της Βιολογικής Παραγωγής της Χώρας μας».
Ο Γ.Γ Ενωσιακών Πόρων και Υποδομών κ. Δημ. Παπαγιαννίδης, έκανε εκτενή παρουσίαση όλων των μέτρων στήριξης του ΠΑΑ τονίζοντας ότι το Μέτρο 11 «Βιολογική γεωργία» προβλέπει μέτρα οικονομικής στήριξηςγια τη μετατροπή ή τη διατήρηση των πρακτικών της βιολογικήςγεωργίας, σύμφωνα με τις αρχές και μεθόδους της βιολογικήςπαραγωγής, όπως αυτές ορίζονται στον Κανονισμό 848/2018.
Όπως εξήγησε από το πρόγραμμα των 705 εκατ. ευρώ οι δικαιούχοι αποζημιώνονται γιατην απώλεια εισοδήματος (διαφυγόν εισόδημα) καιτο κόστος συναλλαγής που συνεπάγεται, κατά περίπτωση και τη μετατροπή ή η διατήρηση των πρακτικών της βιολογικής γεωργίας
Τόνισε επίσης ότι σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η ενίσχυση των υποδομών, ιδιαίτερα στον τομέα της άρδευσης, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στους πόρους 1,8 δις του προγράμματος «Ύδωρ 2.0».