Η τυπική ολοκλήρωση των μνημονιακών προγραμμάτων έδωσε την ευκαιρία σε διάφορους Ευρωπαίους αξιωματούχους να εκφραστούν με θετικά λόγια για την πρόοδο της χώρας μας και τις προσπάθειες των πολιτών της. Με τον τρόπο αυτό βέβαια επιχειρείται η οικοδόμηση ενός success story για τις σχετικές «επιδόσεις» των ευρωπαϊκών θεσμών, με προφανή επικοινωνιακή σκοπιμότητα. Το να υποστηρίζει όμως κανείς πως η κρίση ανήκει πια στο παρελθόν και όλα βαίνουν καλώς είναι εκτός από αβάσιμο, εξίσου επικίνδυνο με τις πολιτικές που μας έφεραν ως εδώ. Ο βασικότερος λόγος για τον οποίο οδηγηθήκαμε στο αδιέξοδο των τελευταίων ετών είναι δίχως αμφιβολία η έλλειψη ξεκάθαρου, σύγχρονου και αποδοτικού παραγωγικού μοντέλου, που μας έφερε σε θέση αδυναμίας απέναντι σε τρίτα κράτη τα οποία αδυνατούσαμε να ανταγωνιστούμε εξ αιτίας της αλλαγής συσχετισμών στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Το δεδομένο αυτό δεν έχει αλλάξει μέχρι και σήμερα.
Η έλλειψη ξεκάθαρων ιδεών όχι μόνο επιβίωσης αλλά και ανάπτυξης της Ελλάδας συνοδευόταν επί μακρόν από χαρακτηριστικά όπως ο υδροκεφαλισμός του κράτους, η αδυναμία αποκέντρωσης και βεβαίως η ανυπαρξία παροχής δυνατοτήτων σε περιφέρειες όπως η νησιωτική Ελλάδα να προγραμματίσουν την πορεία τους και να προοδεύσουν. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε συνεχείς ελλείψεις και αδυναμίες τόσο σε κεντρικό-διοικητικό επίπεδο, με την υποβάθμιση των υποδομών τους και τη χειροτέρευση της κατάστασής τους, όσο και σε ατομικό για τους πολίτες των περιοχών αυτών.
Η υποστήριξη και αναβάθμιση των ελληνικών νησιών είναι συνεπώς επιβεβλημένη και αναγκαία. Τούτο δεν αποτελεί μόνο οικονομικό ζήτημα, αλλά πρωτίστως πρακτικό για τους πολίτες που κατοικούν μόνιμα στα νησιά μας, οι οποίοι καλούνται σε καθημερινή βάση να αντιπαρέλθουν δυσκολίες στις μετακινήσεις, την εργασία και ευρύτερα τη διαβίωσή τους. Δεν είναι άλλωστε σπάνιες οι περιπτώσεις κινδύνων που προκαλούνται από την έλλειψη στοιχειωδών υποδομών που σχετίζονται με την υγεία, τη δυνατότητα μεταφοράς ασθενών, την ηλεκτροδότηση σε σταθερή βάση. Η αντιμετώπιση των αδυναμιών αυτών είναι προφανές πως απαιτεί την υλοποίηση ιδιαίτερα κοστοβόρων επεμβάσεων, τις οποίες το ελληνικό κράτος αδυνατούσε, ακόμα και σε περιόδους ευημερίας, να υποστηρίξει.
Στο σημείο αυτό η προοπτική προσέλκυσης επενδύσεων προκύπτει αβίαστα ως η καλύτερη πρόταση, προς επίλυση χρόνιων ζητημάτων. Αν όμως θέλουμε να στοχεύσουμε στη μακροπρόθεσμη ισχυροποίηση των νησιωτικών περιοχών, θα πρέπει να προσεγγίσουμε την προοπτική προσέλκυσης επενδύσεων υπό ένα ευρύτερο πρίσμα, παρότι η στόχευση στην πρόσκαιρη οικονομική αναζωογόνηση και ανάπτυξη φαντάζει πιο σημαντική, αν όχι αναγκαστική, λόγω της κρίσης, από τη βελτίωση των υποδομών που βελτιώνουν την καθημερινή ζωή των πολιτών.
Οι προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τα τελευταία χρόνια, μέσω των διαφόρων προγραμμάτων που ενώνονται υπό τη δράση InvestEu, προσβλέπουν στην προσέλκυση ιδιωτών επενδυτών μέσω πολύπλοκων διαδικασιών, χωρίς πάντοτε να υπάρχει ξεκάθαρο στίγμα ή στόχος, ενώ σε πρώτη προτεραιότητα βρίσκονται επενδύσεις σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, υποδομές, έρευνα και ανάπτυξη, όπως βεβαίως και η καινοτομία. Σε θεωρητικό επίπεδο στόχος είναι να συγκεντρωθούν τα πολλά διαφορετικά χρηματοδοτικά προγράμματα που είναι ήδη διαθέσιμα και να επεκταθεί το «επιτυχημένο μοντέλο» του σχεδίου Γιούνκερ, δίνοντας παράλληλα εγγυήσεις σε επενδυτικά σχήματα, στοχεύοντας έτσι και στη δημιουργία επιπλέον θέσεων εργασίας, μόνιμων ή έστω και παροδικών, μέσω του κλάδου κατασκευών κλπ. Παρά τα θετικά για διάφορες περιφέρειες της Ευρώπης αποτελέσματα, κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει πως έχει επιτευχθεί κάποια άμεσα αισθητή βελτίωση για τους ευρωπαίους πολίτες, ιδιαίτερα βέβαια σε περιοχές που εκ των πραγμάτων αντιμετωπίζουν αυξημένα προβλήματα, όπως οι νησιωτικές.
Γι’ αυτό και από την πλευρά μας, είναι αναγκαία η σε βάθος ανάλυση των αναγκών, ώστε να επιχειρήσουμε στοχευμένες εκτιμήσεις και να εκπονήσουμε συγκεκριμένα σχέδια για το είδος των επενδύσεων που κάθε περιοχή χρειάζεται να προσελκύσει. Στην περίπτωση των νησιών του Αιγαίου, είναι δεδομένο πως ο τουρισμός αποτελεί τον βασικότερο μοχλό ανάπτυξης και συνεπώς αυτός ο τομέας τραβά τα βλέμματα των υποψήφιων επενδυτικών σχημάτων, αποτελώντας παράλληλα μια καλή ευκαιρία τόνωσης της τοπικής και βεβαίως της κρατικής οικονομίας. Παράλληλα, η προοπτική προσέλκυσης μόνιμων αλλοδαπών κατοίκων από τη Βόρεια Ευρώπη, όπως σε αρκετές χώρες της Μεσογείου συμβαίνει με συνταξιούχους από τη Βρετανία και τη Δανία εδώ και χρόνια, θα μπορούσε να αποτελέσει χρυσή ευκαιρία εισροής σημαντικών πόρων με μακροπρόθεσμο, σχετικά ασφαλή ορίζοντα σε σχέση με τις μεταπτώσεις του παραδοσιακού τουρισμού. Τέλος, είναι αναγκαία η εκπόνηση σχεδίου ανάπτυξης της ευρύτερης περιοχής, με στόχο την προώθηση πλάνων βελτίωσης των υποδομών παραγωγής και διαχείρισης ενέργειας, αφού ιδιαίτερα στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας η νησιωτική Ελλάδα έχει ως εκ φύσεως προβάδισμα λόγω κλιματολογικών συνθηκών.
Σε ό,τι αφορά τη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε κεντρικό επίπεδο, είναι προφανές πως η ενίσχυση των επενδύσεων και η ενίσχυση της απασχόλησης στις πιο αδύναμες οικονομικά χώρες δεν βρίσκεται στο σημείο που θα έπρεπε.
Οφείλουμε λοιπόν ως κράτος-μέλος να κινηθούμε αποφασιστικά σε δύο κατευθύνσεις : Τόσο προς το εξωτερικό με την εξασφάλιση μιας πιο ισορροπημένης, δίκαιης υποστήριξης περιφερειών όπως η νησιωτική Ελλάδα, όσο παράλληλα και προς το εσωτερικό με την εκπόνηση βιώσιμων, επενδυτικά θελκτικών σχεδίων ανάπτυξης της περιοχής, δίνοντας την ευκαιρία σε νησιά που μέχρι σήμερα θεωρούνται απομακρυσμένα ή και αποκομμένα, να καταστούν αξιόπιστες επενδυτικές επιλογές. Βεβαίως, όλα τα παραπάνω δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς την εξάλειψη αγκυλώσεων του παρελθόντος, χωρίς δηλαδή την εφαρμογή συγκεκριμένου, σύγχρονου και αποδοτικού νομοθετικού πλαισίου, αλλά και την επιτάχυνση γραφειοκρατικών διαδικασιών.
Γίνεται επομένως αντιληπτό πως παρά τις υπαρκτές προοπτικές ανάπτυξης, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με δυσκολίες που είναι κοινές για όλους τους Ευρωπαίους (πολύπλοκοι μηχανισμοί χρηματοδότησης, ανισότητες στην κατανομή κονδυλίων και επενδύσεων, δυσκολίες στη διεθνή αγορά) αλλά και με εσωτερικά ζητήματα, που δεν εστιάζονται μόνο στη γραφειοκρατία αλλά εξ αρχής σχετίζονται με την έλλειψη κεντρικού σχεδίου ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού του κράτους.
Η ανάγκη εξεύρεσης λύσεων όχι μόνο για το παρόν αλλά κυρίως για το μέλλον της Ελλάδας και βεβαίως των νησιωτικών περιοχών καθίσταται ακόμη πιο άμεση όταν συγκρούεται με παραδοσιακές, σχεδόν εμμονικές ελλείψεις και ασυνεννοησίες μεταξύ των αρμόδιων φορέων, ακόμη και σε μια εποχή που η σύλληψη και δημιουργία επενδυτικών προτάσεων φαντάζει ευκολότερη, λόγω τεχνολογίας.
Καλούμαστε πλέον να καταθέσουμε χειροπιαστά πλάνα βιώσιμης ανάπτυξης με σύγχρονο πνεύμα και όχι απλά ευχολόγια, αν δεν θέλουμε να χάσουμε μια ακόμη ευκαιρία.
*Ο Κώστας Χ. Χρυσόγονος είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και Ανεξάρτητος Ευρωβουλευτής