Πριν από λίγες ημέρες και μετά από έναν ολόκληρο μήνα νοσηλείας σε μονάδα εντατικής θεραπείας, λόγω σοβαρών καρδιολογικών προβλημάτων, ο αγαπημένος ηθοποιός έδειξε σημάδια βελτίωσης και μεταφέρθηκε σε απλή κλίνη συνεχίζοντας τη θεραπεία του. Ωστόσο, φάνηκε πως η καρδιά του δεν άντεξε και σήμερα, 22 Ιανουαρίου άφησε την τελευταία του πνοή. Νωρίτερα νοσηλευόταν σε ιδιωτική κλινική στο Αιγάλεω επί έναν μήνα.
Καθ΄ όλη τη διάρκεια των γιορτών βρισκόταν στην κλινική, έχοντας διαρκώς στο πλευρό του τα μέλη της οικογένειάς του.
«Στη ζωή μου έχω δει τέτοιες χαρές, τόση αγάπη από τον κόσμο, σαν να ‘μουνα σπλάχνο από τα σπλάχνα τους, σα να ‘μουνα παιδί τους. Ώρες ώρες βούρκωνα, λιώνανε τα μέσα μου, βουβαινόμουν, δεν μπορούσα να μιλήσω. Αναρωτιόμουν αν αξίζω αυτή την αγάπη και προσπαθούσα με τον καιρό να γίνομαι καλύτερος, πιο ταπεινός, πιο καταδεκτικός, αλληλέγγυος, πιο έντιμος, πιο εντάξει. Ένα με τον κόσμο, ένας με αυτούς. Δεν απέφευγα τους ανθρώπους, βρισκόμουν ανάμεσά τους, δίπλα τους, να τους νιώθω, να τους καταλαβαίνω, για να μπορώ και στα έργα μου να μιλάω για τους καημούς και τα προβλήματά τους, που ήταν και δικά μου παλιότερα. Δεν ξεχνούσα τον τσαγκάρη πατέρα μου, τη μητέρα μου στη φάμπρικα, τη μητριά μου παραδουλεύτρα» είχε εξομολογηθεί ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα», που κυκλοφόρησε, το 2005, από τις εκδόσεις «Άγκυρα».
Κι όμως αποδείχτηκε τελικά πως προορισμός του ήταν οι δραματικοί ρόλοι. Σε αυτούς διακρίθηκε πρωταγωνιστώντας, επί χρόνια, σε μια σειρά επιτυχημένων ταινιών όπως οι «Αγάπησα και πόνεσα », «Είναι μεγάλος ο Καημός», «Ο Ζητιάνος μιας Αγάπης», «Απόκληροι της Κοινωνίας», «Καρδιά μου πάψε να πονάς», «Με Πόνο και με Δάκρυα», «Η Οδύσσεια ενός Ξεριζωμένου», «Γιακουμής μια Ρωμαίικη Καρδιά» κ.α.
Μέσα από τους κινηματογραφικούς του ρόλους, ωστόσο, κατάφερε να αναδείξει και ένα ακόμη ταλέντο του, αυτό του τραγουδιού. Ο ίδιος αναδείχτηκε ως ιδανικός ερμηνευτής των πονεμένων τραγουδιών που ηρώων που υποδυόταν. Γι’ αυτό και όταν στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 έληξε η χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου έστρεψε εκεί το ενδιαφέρον του. Κυκλοφόρησε 9 δίσκους και 55 σίγκλς και ερμήνευσε συνολικά 300 τραγούδια με σημαντικές υπογραφές όπως αυτές του Απόστολου Καλδάρα, του ΄Ακη Πάνου, του Χρήστου Νικολόπουλου του Σταύρου Ξαρχάκου κ.α. Οι συναυλίες που έδινε εκείνη την περίοδο, εντός και εκτός Ελλάδας, γινόταν το αδιαχώρητο. Οι συναισθηματικές ερμηνείες του Ξανθόπουλου έκαναν τους απανταχού Έλληνες να δακρύζουν!
Κι όμως, παρά την μεγάλη, τη σαρωτική επιτυχία, παρέμεινε ταπεινός, προσγειωμένος στη γη. «Πολλές φορές έπαιρνα το λεωφορείο – αυτοκίνητο δεν είχα ακόμη- και πήγαινα στο Μαρούσι κι από τη στάση, με ψιλόβροχο, περπατούσα μέχρι το στούντιο για να μην ξεχνιέμαι, να είμαι κοντά στον κόσμο, μέσα στον κόσμο, να βλέπω τι τραβάει, πώς περνάει. Έλεγα στον εαυτό μου, περπάτα κερατά, για να μην παίρνουν τα μυαλά σου αέρα και να θυμάσαι πάντα ότι αξιώθηκες, εσύ, ο γιος του κυρ Παναγιώτη του τσαγκάρη, να δεις αγάπες και χαρές που δεν τις έβαζε ο νους σου, και που δεν ξέρουμε σε τελευταία ανάλυση αν τις άξιζες κιόλας» διηγούνταν ο ίδιος.
Η αυτοβιογραφία του, τού έδωσε την ευκαιρία να αποκαλύψει το αληθινό του πρόσωπο, όλα όσα έκρυβε βαθιά μέσα στην ψυχή του, «σαν εξομολόγησε σε στον πνευματικό του», όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο ίδιος. Γιατί, κακά τα ψέματα, ο πολύς κόσμος είχε ταυτίσει τον Ξανθόπουλο με τον βαρύ, μονίμως λυπημένο άνδρα που υποδυόταν στις ταινίες. Κι όμως, στην πραγματική του ζωή, δεν ήταν αυτός ο άνδρας: «Δεν με ξέρετε, κανένας δεν με ξέρει. Η εικόνα μου δεν είναι αυτή που δημιούργησαν, ίσως να φταίω κι εγώ που δεν αντιδρώ, δεν μιλάω. Η καλή μου η Ελένη Ζαφειρίου, που έκανε τη μάνα μου στις ταινίες, μου «λεγε, “Χαμογέλα, βρε. Ενώ είσαι τόσο καλό παιδί, έτσι που σε βλέπουν μουτρωμένο, βάζουν χίλια δυο στο μυαλό τους. Μην αδικείς ο ίδιος τον εαυτό σου».