Ρεκόρ εξαγωγών & εισαγωγών φρούτων και λαχανικών το 2024 και ανησυχία για την έλλειψη νερού και αύξησης κόστους παραγωγής
Το 2024 τελείωσε με αύξηση και καταγραφή ρεκόρ, για άλλη μια χρονιά, των ελληνικών εξαγωγών νωπών φρούτων και λαχανικών κατά 8,2%, και θα ξεπεράσει τα 1,861 δισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Συνδέσμου μας Incofruit-Hellas, έτος κατά το οποίο και οι εισαγωγές εκτιμάται ότι αυξήθηκαν κατακόρυφα, 13,6% βάσει επισήμων στοιχείων ενδεκαμήνου 2024 και προσωρινών στοιχείων για τον Δεκέμβριο.
Η ανησυχία πάνω από καθοριστικούς παράγοντες στον παραγωγικό τομέα έχει επίσης αυξηθεί, όπως για την έλλειψη υδάτινων πόρων αλλά και για την αύξηση του κόστους παραγωγής που τα καθιστούν μη ανταγωνιστικά έναντι των εισαγομένων από τρίττες χώρες χαμηλού κόστους
Οι εξαγωγές φρούτων και λαχανικών το 2024 αυξήθηκαν κατά 8,2% σε αξία σε σύγκριση με το 2023 , σύμφωνα με εκτιμήσεις μας με βάση τα επίσημα στοιχεία από τον Ιανουάριο έως τον Νοέμβριο και των προσωρινών για τον Δεκέμβριο. Ο όγκος αυξήθηκε επίσης, γύρω στο 1,7% και ξεπέρασε τους 1,78 εκατ. τόνους.
Οι ελληνικές εξαγωγές φρούτων και λαχανικών στην ΕΕ ανήλθαν σε 1,24 εκατομμύρια τόνους και 1,26 δισεκατομμύρια ευρώ το πρώτο ενδεκάμηνο του 2024, που αντιπροσώπευαν το 78,34% του όγκου των εξαγωγών εκείνη την περίοδο, ο οποίος ανήλθε σε 1,582 εκατομμύρια τόνους και στο 76,92% της αξίας που αποκτήθηκε , που ανήλθε στα 1,638 δισεκατ. Ευρώ..
Η Ρουμανία καταλαμβάνει την πρώτη θέση στην αγορά της ΕΕ , όπου 296,59 χιλ. τόνοι φρέσκων φρούτων και λαχανικών προορίζονταν από τον Ιανουάριο έως τον Νοέμβριο , έναντι αξίας 222,252 εκατ. ευρώ με μεσοσταθμική τιμή ανά μονάδα 0,75 ευρώ/κιλό.
Η Βουλγαρία διατήρησε επίσης τη θέση της ως η δεύτερη αγορά του ελληνικού τομέα στην ΕΕ. με 248,2 χιλ τόνους αξίας 132,215 εκατ. ευρώ με μεσοσταθμική τιμή 0,53 ευρώ/κιλό !! (ατυποποίητων, υποτιμολογημένων; ποιοτικά υποβαθμισμένων; κ.α με τις διαμορφούμενες συνθήκες ελευθέρων συνόρων το φαινόμενο να μεγενθύνεται )
Οι εξαγωγές φρούτων και λαχανικών στη Γερμανία αυξήθηκαν σε όγκο σε 161,27 χιλ. τόνους, τρίτη αγορά στην ΕΕ ως προς τον όγκο, και σε πρώτη σε αξία, φθάνοντας τα 249,04 εκατ. ευρώ αντίστοιχα, με μ.ο τιμής 1,54 ευρώ/κιλό .
Ακολουθούν Πολωνία, Ιταλία ,Ισπανία με 142,43, 79,93, 45,45 χιλ. τόνους και 143,59, 118,98, 62,97 εκατ. ευρώ αντίστοιχα.
Οι εξαγωγές εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελούν 22% του συνόλου και ανέρχονται στους 342,7 χιλ.τόνους και 377,96 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία ενδεκαμήνου ΕΛΣΤΑΤ.
Η «γάγραινα» του ελληνικού εξαγωγικού εμπορίου είναι η δραστηριοποίηση «ελλήνων, βαλκάνιων, Ιταλών κ.α. εμπόρων» που διακινούν ατυποποίητα, χωρίς ταυτότητα (κατ ευθεία από τον αγρό) προϊόντα, με συνέπεια να μην καρπούται η χώρα την μετασυλλεκτική αξία τους και να πλήτεται η φήμη και η ποιότητα τους στις διεθνείς αγορές Οι σχετικοί έλεγχοι για την τήρηση των κοινοτικών και εθνικών προδιαγραφών εμπορίας είναι ελλιπείς (εκτιμάται ότι τα εξαχθέντα φορτία το 2024 ανέρχονται σε 320 χιλ εξ ων 65 χιλ. προς τρίτες χώρες και τα εκδοθέντα πιστοποιητικά ελέγχου για τρίτες χώρες σε 45 χιλ με τα αντίστοιχα φυτουγειονομικά να είναι περισσότερα παρά το ότι δεν είναι υποχρεωτικά)
Οι εισαγωγές θα διατήρησουν την υψηλή ανάπτυξη των τελευταίων ετών και βάσει επισήμων στοιχείων ΕΛΣΤΑΤ ενδεκαμήνου2024 και προσωρινών και αυξήθηκαν κατά 6,2% κατ όγκο σε σύγκριση με το 2023 , φτάνοντας συνολικά τους 866 χιλ. τόνους, αυξάνοντας την αξία τους υπερδιπλάσια, 13,2%, φτάνοντας τα 805 εκατ. ευρώ.
Η αξία των ελληνικών εισαγωγών νωπών φρούτων και λαχανικών από τρίτες χώρες διαμορφώθηκε, από τον Ιανουάριο έως τον Νοέμβριο του 2024, σε 321,6 εκατ. ευρώ, το 43,8% του συνόλου και όσα εισήχθησαν από την ΕΕ ανήλθαν σε 433,3 εκατ. ευρώ, 56,2 % του συνόλου. .
Η Αίγυπτος είναι ο πρώτος προμηθευτής στην εθνική αγορά, με 80,91 εκατ. ευρώ έως τον Νοέμβριο 2024, Ακολουθεί η Τουρκία με 53,7 εκατ. ευρώ και την τρίτη θέση καταλαμβάνει η Βορ. Μακεδονία με 17,68 εκατ. ευρώ .
Η αξία των συνολικών εισαγωγών φρούτων και λαχανικών στην Ελλάδα μέχρι τον Νοέμβριο διαμορφώθηκε στα 804,935 εκατ. ευρώ, Ο όγκος διαμορφώθηκε σε 715 χιλ τόνους, .
Σχετική έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην Ισπανία για τις αγοραστικές και καταναλωτικές συνήθειες του 2024 μεταξύ των άλλων καταγράφει ότι η επιλογή προϊόντος καθορίζεται από την τιμή (με ποσοστό 35%) λόγω της επίδρασης του πληθωρισμού, ακολουθούμενη από την ποιότητα (28%), τις προσφορές (19%), τις προσωπικές προτιμήσεις (16%) και το εμπορικό σήμα (2%), τάσεις που σε συνδυασμό με την αύξηση του τουρισμού εξηγεί και την αύξηση των φθηνότερων εισαγομένων φρούτων και λαχανικών .
Οι σχετικοί έλεγχοι στα εισαγόμενα φρούτα και λαχανικά για την τήρηση των κοινοτικών και εθνικών προδιαγραφών εμπορίας και υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων είναι ελλιπείς (εκτιμάται ότι τα εισαχθέντα φορτία το 2024 ανέρχονται σε 120 χιλ και τα εκδοθέντα πιστοποιητικά ελέγχου σε 5 χιλ)
Το 2024, η ανησυχία αυξήθηκε επίσης για παράγοντες που επηρεάζουν καθοριστικά την παραγωγή: η έλλειψη υδάτινων πόρων, η έλλειψη εργαζομένων και η αύξηση του κόστους εργασίας, ενέργειας και λιπασμάτων-φυτοφαρμάκων σε έναν τομέα στον οποίο η εργασία μπορεί να αντιπροσωπεύει έως και το 45% του κόστους σε ορισμένες καλλιέργειες και τρίτον, η έλλειψη φθηνών φυτοϋγειονομικών προϊόντων, η οποία μειώνει ολοένα και περισσότερο την ικανότητα παραγωγής σε επαρκείς ποσότητες και με αποτελεσματικό και ασφαλή τρόπο.
Η υφιστάμενη διαφορά μεταξύ των φυτοϋγειονομικών, εργασιακών, κοινωνικών προτύπων που απαιτούνται στην ΕΕ, τα οποία δεν απαιτούνται στις τρίτες χώρες προέλευσης των κοινοτικών εισαγωγών, καθιστά τους παραγωγούς στα κράτη μέλη ολοένα και λιγότερο ανταγωνιστικούς. Προτεραιότητα , ενόψει της αυξανόμενης απειλής από χώρες σαφώς εξαγωγικά προσανατολισμένες στην αγορά της ΕΕ, όπως το Μαρόκο ή ορισμένα μέλη της Mercosur, προτείνονται συγκεκριμένα μέτρα για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, μεταξύ των οποίων είναι η μείωση της γραφειοκρατία και οι υπερ-ρυθμίσεις.
Στην εμπορική πολιτική, απαιτείται η αναζωογόνηση της κοινοτικής προτίμησης , με βάση την εφαρμογή μέτρων διασφάλισης όταν οι εισαγωγές φθάνουν σε όγκους που προκαλούν σοβαρές διαταραχές στις αγορές ή σοβαρή ζημιά στην κοινοτική παραγωγή. Και, από την άλλη, ότι οι εμπορικές συμφωνίες με τρίτες χώρες θεσπίζουν μέτρα αμοιβαιότητας στους πιο ευαίσθητους τομείς, τονίζοντας φυτοϋγειονομικά , κοινωνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα.
Προτείνονται τα ακόλουθα μέτρα για την αντιμετώπιση των διαταραχών στις αγορές ήτοι
– Την διευκόλυνση αφ ενός της προσαρμογής του κλάδου στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τονίζοντας τη σημασία της ενίσχυσης της έρευνας και των επενδύσεων, και αφ ετέρου την ανάληψη διαφόρων πρωτοβουλιών για την προώθηση της κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών.
– Να ισχύσουν κατοπτρικές ρήτρες, στο πλαίσιο διεθνών εμπορικών συμφωνιών της Ε.Ε. με τρίτες χώρες, που είναι συμβατικές διατάξεις απαιτούμενες για τα εισαγόμενα προϊόντα ήτοι να συμμορφώνονται στα ίδια ρυθμιστικά πρότυπα που ισχύουν για τα εγχώρια προϊόντα της χώρας εισαγωγής της Ε.Ε. Η αμοιβαιότητα των προτύπων έχει προταθεί τα τελευταία χρόνια , χωρίς να έχει ακόμη επιτευχθεί.
– Απαιτείται σε εθνικό επίπεδο χάραξη ζωνών καλλιέργειας φρούτων και λαχανικών κατ είδος , εμπλουτισμός τους με νέες ποικιλίες και επέκταση ημερολογιακά της συγκομιδής, μεταποίησης και εμπορίας τους.
Γεώργιος Πολυχρονάκης
Ειδικός Σύμβουλος
INCOFRUIT – HELLAS