Το κόστος ζωής είναι η πραγματική κρίση
Συνηθίζουν οι οικονομολόγοι να λένε ότι δεν πρέπει να μιλάμε για «ακρίβεια», αλλά για πληθωρισμό. Και πολύ συχνά μας επισημαίνουν ότι ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή υποχωρεί και άρα θα έπρεπε να είμαστε χαρούμενοι.
Γιατί, όμως, δεν το αισθανόμαστε αυτό όταν πάμε στο σούπερ-μάρκετ ή όταν κοιτάζουμε το υπόλοιπο του λογαριασμού;
Καταρχάς, ας θυμηθούμε ότι όταν λέμε «υποχωρεί ο πληθωρισμός» εννοούμε ότι οι τιμές συνεχίζουν να αυξάνονται, απλώς με μικρότερο ρυθμό. Επίσης, όταν καταγράφεται μείωση του ρυθμού, αυτό δεν ισχύει για όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες, σε κάποια από αυτά -ενίοτε κρίσιμα για τον οικογενειακό προϋπολογισμό- οι τιμές μπορεί να αυξάνονται με πολύ ταχύτερο ρυθμό από τον σταθμικό μέσο όρο που καταγράφει ο πληθωρισμός.
Και βεβαίως οι προηγούμενες αυξήσεις του πληθωρισμού είναι εκεί και εάν στο μεταξύ τα εισοδήματά μας δεν έχουν μια ανάλογη αύξηση, θα συνεχίσουμε να δίνουμε μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός μας για τα ίδια αγαθά. Και εάν συνεχίζεται η αύξηση των τιμών, έστω και με μικρότερο ρυθμό, τότε θα δούμε να δίνουμε ακόμη μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος μας για τα ίδια αγαθά.
Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όταν οι ονομαστικοί μισθοί δεν αυξάνονται στο ίδιο ποσοστό με τον πληθωρισμό, τότε οι πραγματικοί μισθοί μειώνονται (δηλαδή οι μισθοί όταν συνυπολογίσουμε πόσο αυξήθηκε ο πληθωρισμός).
Στη χώρα μας παρότι είχαμε σημαντικές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό και τις αποδοχές γενικότερα, ο πραγματικός μισθός υποχώρησε το 2023, σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων.
Το άλλο κρίσιμο σημείο σε σχέση με τον πληθωρισμό είναι ότι για το μέσο νοικοκυριό η στάθμιση συγκεκριμένων προϊόντων και υπηρεσιών είναι διαφορετική από αυτή που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του γενικού δείκτη τιμών. Δηλαδή η αύξηση τιμών σε συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες έχουν άλλη βαρύτητα επηρεάζοντας πολύ περισσότερο τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Αυτό σημαίνει ότι οι κρίσιμοι δείκτες είναι αυτοί που αφορούν τα τρόφιμα, τη στέγαση, την ενέργεια.
Και εάν δούμε αυτούς τους δείκτες η εικόνα είναι κάπως διαφορετική. Τον Οκτώβριο η κατηγορία των τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών «έτρεχε» με ετήσιο πληθωρισμό 9,9%. Η κατηγορία αυτή είναι από τις πιο σημαντικές όχι μόνο στον γενικό δείκτη τιμών αλλά και στο πώς υπολογίζουμε το κόστος ζωής ενός νοικοκυριού.
Για να δώσω ένα παράδειγμα μια μελέτη που δημοσίευσε το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ δείχνει ότι το κόστος μόνο της διατροφής για ένα τετραμελές νοικοκυριό ήταν στα 451,4 ευρώ τον Νοέμβριο του 2022. Αυτό δίνει και μια εικόνα του τι σημαίνει να «τρέχει» σε αυτό το είδος δαπανών πληθωρισμός κοντά στο 10%.
Έπειτα, ακόμη και εκεί που φαίνεται ότι τα πράγματα πηγαίνουν καλύτερα, δεν είναι δεδομένο ότι θα συνεχιστούν. Η ΕΛΣΤΑΤ υποστηρίζει ότι τον Οκτώβριο το κόστος στέγασης υποχώρησε σε ετήσια βάση 2%. Όμως, αυτό οφείλεται στην υποχώρηση (σε σχέση με τον περασμένο Οκτώβριο) της τιμής του φυσικού αερίου. Τα ενοίκια και άλλα κόστη συνέχισαν να ανεβαίνουν. Και βέβαια δεν ξέρουμε καθόλου που θα πάει το φετινό ενεργειακό κόστος εάν δούμε ότι η κυβέρνηση έχει προαναγγείλει μικρότερες επιδοτήσεις στο ρεύμα, ελπίζοντας ότι θα υπάρχει χαμηλότερο κόστος παραγωγής. Μπορούμε να δούμε ότι υπάρχει μια αβεβαιότητα.
Ούτε πρέπει να ξεχνάμε ότι σε αντίθεση με άλλες περιόδους ο πληθωρισμός δεν προέρχεται κυρίως από το κόστος εργασίας, αλλά από επιλογές των επιχειρήσεων να αυξήσουν τις τιμές, όχι μόνο για να αντιμετωπίσουν αυξήσεις στο κόστος παραγωγής, αλλά και για να διατηρήσουν σχετικά υψηλά περιθώρια κέρδους.
Όλα αυτά διαμορφώνουν ένα τοπίο όπου ακόμη και εάν υποχωρεί ο ρυθμός του πληθωρισμού (και επιμένω υποχωρεί ο ρυθμός που αυξάνονται οι τιμές, δεν έχουμε μείωση τιμών) θα έχουμε πρόβλημα με το κόστος ζωής.
Τα νοικοκυριά δεν είναι στην απελπιστική κατάσταση της προηγούμενης δεκαετίας. Τότε είχαμε καταβαράθρωση των πραγματικών μισθών και τρομακτική ανεργία. Όμως, είχαμε και μεγάλες αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες.
Τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η ανεργία έχει υποχωρήσει, τα μεροκάματα είναι σχετικά καλύτερα, οι άνθρωποι δεν αναγκάζονται να κάνουν μόνο θυσίες, εξασφαλίζουν τα απαραίτητα. Ταυτόχρονα, όμως, βλέπουν και το πραγματικό εισόδημά τους να υπολείπεται των αναγκών τους, να πληρώνουν όλο και περισσότερα για το ίδιο επίπεδο διαβίωσης.
Προς το παρόν μπορεί να τα βγάζουν πέρα. Όμως, υπάρχει πάντα ένα όριο. Και όταν αισθανθούν ότι το φτάνουν, τότε θα υπάρξει και ανασφάλεια και οργή. Και τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι χωρίς μέτρα θα φτάσουμε σε αυτό το όριο.
Τα μέτρα που έχουν ληφθεί μέχρι τώρα εμφανώς δεν επαρκούν. Αυτό δείχνουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, αυτό επιβεβαιώνει η καθημερινότητα.
Και εάν κανείς ψάχνει για μια παράμετρο που θα μπορούσε να διαμορφώσει άλλο πραγματικό (και όχι απλώς κομματικό) κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό στη χώρα, εδώ πρέπει να εστιάσει. Στην ποιότητα ζωής, στην εξασφάλιση δικαιωμάτων, στη μείωση των ανισοτήτων.
in.gr