Ο σπουδαίος τραγουδιστής του νησιώτικου τραγουδιού, ο συμπατριώτης μας πολυτάλαντος ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΟΝΙΤΟΠΟΥΛΟΣ, μιλά σήμερα στην «Κυκλαδική», για την πρωτοβουλία του να γράψει και να εκδώσει ένα πολύ σημαντικό βιβλίο για την τέχνη της μουσικής στη Νάξο. Και αναφέρεται σε μια εκδήλωση που, εντός των επομένων ημερών, έρχεται, για να συμπληρώσει αυτήν του την πρωτοβουλία.
Κ: Γράψατε ένα βιβλίο που μιλάει για την τέχνη της μουσικής στη Νάξο, τη μουσική περισσότερο… Ποια ήταν η ανάγκη να βγάλετε αυτό το βιβλίο;
Β. Κονιτόπουλος: Η ανάγκη μου δημιουργήθηκε στη δεκαετία του ΄80 πριν χάσουμε τον Γιώργο τον αδερφό μου, τον συχωρεμένο, και μάλιστα εγώ το άφησα λέγοντας έχουμε μπροστά μας χρόνο να το κάνουμε. Δυστυχώς μετά συνέβη το μοιραίο και μαζί με όλα τα άλλα έπαθα και αυτό το σοκ: δηλαδή, ότι δεν είχα υλοποιήσει τη σκέψη μου. Ένα το κρατούμενο. Το δεύτερο είναι ότι μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να κάνω αυτό το βιβλίο και αυτά τα CD (τρία CD …52 τραγούδια) πάνω στα οποία στηρίζεται και το βιβλίο. Και αυτό για να μη χαθούν τα τραγούδια τα οποία σιγά σιγά είχαν σταματήσει να παίζονται, και οι μουσικές αυτές οι οργανικές, να αναβιώσουνε … Τεράστια βοήθεια μου έδωσε ο Μανώλης ο Μπαρμπεράκης και στη συνέχει ο Αντώνης ο Κονιτόπουλος και ο Πολυχρόνης ο Κορρές, αλλά περισσότερο ο Μανώλης που είναι μεγαλύτερος από μένα και είχε πράγματα στη μνήμη του που εγώ δεν τα είχα ακούσει και ποτέ και με τη βοήθεια αυτού του φίλου μου και αγαπητού μου συνεργάτη και σπουδαιότατου μουσικού, αναβιώσαμε και κομμάτια που ήδη είχαν χαθεί, όπως είναι «ο σκοπός της νύφης», «ο σκοπός του κουμπάρου» κ.ά.
Κ: …Και βέβαια έχετε και τις ευλογίες του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, αλλά και τη στήριξη του Μίκη Θεοδωράκη, του Γιάννη Πάριου και όχι μόνο.
Β. Κονιτόπουλος: Και άλλων και άλλων. Και μετά από την έκδοση του βιβλίου παίρνω σημειώματα και τηλεφωνήματα από ανθρώπους που θα ήθελαν να προσθέσουν στο βιβλίο κάποια πράγματα, αλλά φυσικά, όπως αντιλαμβάνεστε, δεν μπορούσε το βιβλίο να περιμένει άλλο, γιατί αυτό το έργο και το όνειρό μου ξεκίνησε από το ΄95.
Κ: Στην επόμενη έκδοση θα μπορέσετε να προσθέσετε πράγματα που σίγουρα υπάρχουν. Η παράδοση του νησιώτικου τραγουδιού χάνετε; Είναι μια συζήτηση που γίνεται πολλές φορές. Βγαίνουν καινούργια τραγούδια…
Β. Κονιτόπουλος: Το ότι βγαίνουν καινούργια τραγούδια και ότι γίνονται καινούργιες προτάσεις, αυτό εγώ δεν το θεωρώ κακό γιατί με αυτό μόνο φαίνεται ότι υπάρχει ζωντανή η παράδοση μας. Δηλαδή δεν τελείωσε. Και αν σήμερα κάποια πράγμα πιθανότατα να μη μας φαίνονται τόσο σπουδαία σε σύγκριση με τα παλαιότερα, οι επόμενες γενιές μετά από 50/100 χρόνια δεν ξέρουμε τι θα αποφασίσουνε για αυτά που σήμερα γράφουμε. Πρέπει να το αφήσουμε λοιπόν να ωριμάσει το πράγμα, γιατί έτσι και αλλιώς και με τα καινούργια τραγούδια όπως είναι «Στην Πάρο και στη Νάξο», όπως «Μου ‘φερε θεομηνία», όπως «Άχ και να ‘φευγε το πλοίο», έχουν μπει ήδη στην παράδοση. Τα τραγούδια αυτά, ειδικά το «Στην Πάρο και στη Νάξο», το έγραψε ο Γιώργος και το τραγούδησε ο Κώστας το 1969. Έπαιζα και εγώ. Φανταστείτε λοιπόν πόσα χρόνια έχουν περάσει.
Τη «Θεομηνία» την έγραψα το ΄86, το «Πλοίο» το έγραψα το ΄89 …και ήδη έχουν μπει στην παράδοση. Και είναι πολλοί αυτοί, δεν είναι Ναξιώτες, που δεν ξέρουν τα πράγματα από πρώτο χέρι, και που θεωρούν ότι αυτά τα τραγούδια είναι μέρος της μεγάλης παράδοσης του νησιώτικού τραγουδιού και όχι ότι γράφτηκαν από κάποιους σημερινούς.
Κ: Ε ναι, φαντάζομαι ότι και πολλά από τα παλιά τραγούδια γράφτηκαν από κάποιους ανθρώπους…
Β. Κονιτόπουλος: Ναι, αλλά η διαφορά είναι ότι τότε δεν είχαν τη δισκογραφία …και να πούνε ότι αυτό πρέπει να το κατοχυρώσω εγώ …και να πούνε στις επόμενες γενιές ότι είναι δικό μου. Σίγουρα, από κάποιους ξεκίνησαν. Ακόμα και πάρα πολύ παλιά τραγούδια που δεν ξέρουμε τον δημιουργό τους από κάποιον ξεκινήσανε. Δεν μπορεί να παρουσιάστηκε ουρανοκατέβατο ένα «κομμάτι».
Κ: Άλλωστε η μουσική σαν ένας ζωντανός οργανισμός εξελίσσεται, κάποιες μελωδίες φεύγουν από την Κωμιακή και πάνε στην Ικαρία, έρχονται από την Ικαρία και πάνε στη Μήλο κάνουν ταξίδια. Έτσι δεν είναι;
Β. Κονιτόπουλος: Βεβαίως μετακινούνται, γι αυτό άλλωστε στη Νάξο εμείς είχαμε τόσα κομμάτια και λέγαμε, το Αμοργιανό, το Θερμιώτικο, το Ικαριώτικο, το Τσιριγώτικο, το Χανιώτικο, το Πολίτικο, καταλάβατε; Επειδή δεν υπήρχαν τίτλοι, όπως κάνουμε σήμερα, τα ονόμαζαν από τον τόπο της καταγωγής τους.
Κ: Γιατί τόση παραγωγή μουσικών στη Νάξο; Έχετε κάνει μεγάλη έρευνα, έχετε καταλήξει κάπου; Δηλαδή, ναι μεν μεγάλο νησί, αλλά και η Πάρος είναι μεγάλο και η Σύρος…
Β. Κονιτόπουλος: Τώρα πας γυρεύοντας να ευλογήσουμε τα γένια μας!
Κ: Το ψάξατε να δείτε πού κρύβεται αυτό το μυστικό;
Β. Κονιτόπουλος: Σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ψάξει περισσότερο από εμένα και που δεν είναι μουσικοί και έχουν ψάξει γενικά για τη Νάξο. Εγώ, από αυτά που γνωρίζω, που ρώτησα και έμαθα και πήρα και συνεντεύξεις, κατέληξα να γράψω το σπουδαίο αυτό βιβλίο (κατά πολλούς), γιατί διαπίστωσα με βάση όσα έμαθα ότι η Νάξος από αρχαιοτάτων χρόνων είναι μάνα του πολιτισμού. Οι Ναξιώτες πήραν μέρος στη μάχη του Μαραθώνα και στης Σαλαμίνας με τέσσερις τριήρεις. Και αυτό είναι ένα στοιχείο που αποδεικνύει ότι εμείς οι Νεοέλληνες είμαστε η συνέχεια των αρχαίων. Όμως, η διαίρεση του λαού μας είναι γνώριμο της φυλής μας: το να φαγωνόμαστε δηλαδή συνέχεια μεταξύ μας. Στη συνέχεια με τους Φράγκους, ξέρουμε ότι η πρωτεύουσα του Σανούδου ήταν η Νάξος. Γιατί όχι ένα άλλο νησί; Στη συνέχεια στους βυζαντινούς χρόνους βλέπουμε ότι υπάρχει κυριαρχεί το εμπορικό τρίγωνο μεταξύ Νάξου, Σμύρνης και Κωνσταντινούπολης και γι’ αυτό υπάρχει η λαϊκή βυζαντινή μουσική στη Νάξο από τότε που γεννήθηκαν τα βιολιά, ενώ στα άλλα νησιά ακόμα δεν παίζεται αυτή η μουσική. Τα νέα παιδιά που μαθαίνουν όργανο έχουν μάθει από εμάς τους Ναξιώτες και παίζουν λαϊκή βυζαντινή μουσική συντροφιά με την αιγαιοπελαγίτικη αρχαία ελληνική.
Κ: Για τα μικρά παιδιά θέλω να μου πείτε. Είναι σωστή η κατεύθυνση που πάνε δηλαδή μέσα από ωδεία να μάθουν αυτή τη μουσική;
Β. Κονιτόπουλος: Στην ουσία αυτό το έργο είναι μία προσφορά με πολλή αγάπη στα νέα παιδιά που μπαίνουν στην παράδοση, παίζοντας βιολιά, λαούτα και τραγουδώντας. Αυτή τη στιγμή έχουν την ευκαιρία μέσα από τα CD να ακούσουν τα τραγούδια αυτά, τις μελωδίες αυτές και, παράλληλα, επειδή για την κάθε μελωδία έχω γράψει και παρτιτούρα που είναι μέσα στο βιβλίο, ακούνε το CD και διαβάζουν την παρτιτούρα ακριβώς επειδή έχουν περάσει από ωδεία και επειδή κάποια πράγματα στους δακτυλισμούς και στα χρώματα. Που έχει η παράδοση και που δεν τα έχει το ωδείο και δεν μπορούν να διδαχτούν στο ωδείο. Ακούγοντας λοιπόν το παίξιμο και διαβάζοντας την παρτιτούρα είναι πολύ πιο εύκολο να μάθουν το κομμάτι να το παίζουν πιο γνήσια. Και αυτή είναι η προσφορά μου και η αγάπη μου …το δεύτερο «κομμάτι» της αγάπης μου να κάνω όλη αυτή τη δουλειά τόσα χρόνια. Δηλαδή, το ένα ήταν να μη χαθούν και το δεύτερο ήταν να μπορούν να τα μάθουν οι επόμενες γενιές.
Κ: Και καλό είναι τώρα που είναι εν ζωή όλοι αυτοί οργανοπαίχτες, οι ζωντανοί θρύλοι της μουσικής όπως ο Μανώλης, όπως ο Κουκουλάρης και μερικοί άλλοι ακόμη, …όλοι αυτοί οι μεγάλοι του νησιώτικου, νομίζω θα ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία να μπορέσουν να μεταδώσουν στους νέους κάποια σημαντικά και ιστορικής σημασίας πράγματα. Τώρα πριν είναι αργά. Τώρα, πριν τους χάσουμε και μείνουμε μόνο σε αναφορές.
Β. Κονιτόπουλος: Αυτό για να είμαι ειλικρινής είναι ένα μεγάλο θέμα. Θέλω να πω, άνθρωποι σαν τον Μανώλη και σαν τον Κουκουλάρη και κάποιοι άλλοι δεν είχαν την τύχη να τους δώσει το κράτος κάποια σημασία που λέεί ο λαός μας. Και δεν μιλάω μόνο για τους Ναξιώτες. Μιλάω για όλους τους μεγάλους του χώρου …γιατί δεν έχει μόνο η Νάξος καλούς μουσικούς, πρέπει να ξέρετε.
Ο συγχωρεμένος ο Κόρος ήταν ένα τεράστιο ταλέντο για τη χώρα μας, κάτι απίστευτο κι όμως το κράτος δε του έδωσε ποτέ σημασία. Σήμερα υπάρχουν ακόμη εν ζωή ο Λευτέρης ο Ζέρβας, ο Βασίλης ο Σαλέας και κάποιοι άλλοι. Αυτούς ο κόσμος τους αγαπάει, τους αγκαλιάζει, τους πληρώνει τους βοηθάει να ζούνε, η πολιτεία δε κάνει δυστυχώς τίποτα.
Σε άλλες χώρες, ακόμα και στην Τουρκία, τους καλλιτέχνες τους έχουν πάρα πολύ ψηλά. Αναφέρομαι σε αυτούς που πραγματικά είναι οι δάσκαλοι. Είναι αυτοί που μεταδίδουν την παράδοση στις επόμενες γενιές. Εδώ, το δικό μας το κράτος, δεν νοιάζεται γι’ αυτούς. Και τους αναγκάζει να τρέχουν στα βουνά και στα λαγκάδια για να ζήσουν. Νομίζω ότι καταλαβαίνεται τι εννοώ…
Κ: Αυτή τη στιγμή στην Τουρκία υπάρχει ένα ειδικό μέσο που ασχολείται μόνο με την παραδοσιακή μουσική της Τουρκίας. Είναι δορυφορικό και μπορείς να το δεις σε όλο τον Κόσμο.
Β. Κονιτόπουλος: Δυστυχώς αυτό είναι κάτι που δεν θα μπορέσω να το καταλάβω ποτέ. Δεν θα καταλάβω ποτέ γιατί γίνεται αυτό το πράγμα εδώ στην Ελλάδα. Θα φύγω από αυτόν τον κόσμο και δεν θα το καταλάβω ποτέ. Λες και όλοι μαζί, εδώ στην Ελλάδα, θέλουν να εξαφανιστεί αυτή η παράδοση και κάνουν ό,τι μπορούν για να εξαφανιστεί. Δυστυχώς, σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγω.
Ότι γίνεται, γίνεται από ιδιωτικές πρωτοβουλίες, ακόμη και τα ωδεία τα οποία τρέξανε να προσθέσουνε στη διδασκαλία τους την παραδοσιακή μουσική είναι ιδιωτικά.
Κ: Και τα δημιούργησε, θα έλεγα, η ανάγκη. Ο κόσμος ζητούσε να μάθει το παιδί του ένα λαούτο, ένα βιολί για να παίζουν τραγούδια. Και φυσικά βλέπουμε με μεγάλη χαρά μικρά παιδιά να ασχολούνται με την μουσική μας παράδοση.
Β. Κονιτόπουλος: Και στη Νάξο ξέρω υπάρχει κάτι που κάνει πολύ καλή δουλειά αλλά και αυτό είναι ιδιωτικό.
Κ: Παρουσιάζεται το βιβλίο σας 26/11/18 στο Πνευματικό κέντρο του Δήμου Γαλατσίου, λοιπόν…
Β. Κονιτόπουλος: Ναι, με τη βοήθεια του Δήμου φυσικά και ιδιαίτερα του Μανώλη Ελευθερίου του αντιδημάρχου, ο οποίος έχει σκύψει με πολλή σεβασμό γύρω από έργο αυτό. Ό,τι κάνει ο άνθρωπος αυτός είναι πού προσεγμένο, πολύ μελετημένο. Είναι απίστευτος γνώστης της ιστορίας της Νάξου και για το καλοκαίρι πια θα κοιτάξουμε να υπάρξει και στη Νάξου μια ανάλογη παρουσίαση. Για τώρα, θα ανέβει ο Μανώλης απ’ ότι έχουμε συνεννοηθεί και ο Αντώνης, επειδή είναι συντελεστές του έργου αυτού, θα είναι όλοι εκεί. Έχω καλέσει πολύ κόσμο. Θα μου επιτρέψετε σας στείλω μετά την παρουσίαση ένα CD και ένα βιβλίο έτσι ώστε να έχετε την δυνατότητα να βάλετε κομμάτια στο ραδιόφωνο του Μεσόγειος να τ’ ακούσει ο κόσμος. Και να διαβάσετε κάποια κείμενα στους ακροατές σας, μέσα από αυτό το πολύ σημαντικό βιβλίο.
Θέλω μόνο να κάνω αυτή τη διευκρίνιση: Το βάρος της προσπάθειάς μου το έδωσα στις μουσικές και όχι στα τραγούδια. Όχι γιατί τα σνομπάρισα, προς Θεού, αλλά γιατί τα τραγούδια τα έχουν τραγουδήσει πολλοί και υπάρχουν στην δισκογραφία και τα τραγουδά ο κόσμος. Θέλω να πω λοιπόν ότι το «Αμοργιανό», π.χ., οργανικά δεν έχει ακουστεί. Όπως και ο «Αρτεμώνας» και κάποια άλλα. Τα τραγούδια αυτά σαν οργανικά μουσικά κομμάτια δεν έχουν ακουστεί, γιατί δεν είναι εμπορικά. Αυτά τα μεγάλα τραγούδια, στην οργανική εκδοχή τους διευκρινίζω, προσπαθώ μέσα από αυτή την πρωτοβουλία μου να τα αναδείξω…