Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε το 270 στα Πάταρα της Λυκίας, από Έλληνες γονείς ευκατάστατους. Ήταν επίσκοπος στα Μύρα της Λυκίας (Μικρά Ασία), γι’ αυτό και αναφέρεται και ως Νικόλαος Μύρων, ενώ στη Δύση αναφέρεται και ως Νικόλαος του Μπάρι, καθώς στην Ιταλική πόλη Μπάρι βρίσκονται τα λείψανά του.
Σε νεαρή ηλικία, ο Νικόλαος, έμεινε ορφανός και κληρονόμησε μεγάλη περιουσία. Από νωρίς στη ζωή του είχε αφιερωθεί στα Θεία. Στην αρχή αφιερώθηκε στον ασκητικό βίο και έγινε ηγούμενος της Μονής Σιών στα Μύρα της Λυκίας. Όταν απεβίωσε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας, οι επίσκοποι αναγόρευσαν Αρχιεπίσκοπο τον Νικόλαο. Από τη θέση αυτή ανέπτυξε έντονη δράση για την προστασία των φτωχών και των απόρων ιδρύοντας νοσοκομεία και φιλανθρωπικά ιδρύματα. Κατά τους διωγμούς του Διοκλητιανού υπέστη βασανιστήρια.
Όταν όμως ανήλθε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Μέγας Κωνσταντίνος ελευθερώθηκαν όλοι οι Χριστιανοί και έτσι ο Νικόλαος επανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν προικισμένος με το χάρισμα της θαυματουργίας και έσωσε πολλούς ανθρώπους, και όσο ήταν εν ζωή, αλλά και μετά τον θάνατό του. Ο Αγιος Νικόλαος αποδήμησε ειρηνικά στις 6 Δεκεμβρίου του έτους 343. Μετά τον θάνατό του ονομάστηκε «Μυροβλύτης», καθώς σύμφωνα με την παράδοση της χριστιανικής θρησκείας, τα λείψανά του άρχισαν να αναβλύζουν Άγιο μύρο, όπως και άλλων αγίων.
Τα λείψανά του διατηρήθηκαν στα Μύρα της Λυκίας έως και τον ενδέκατο αιώνα, όπου το 1087 κάποιοι ναύτες αφαίρεσαν τα περισσότερα και τα μετέφεραν στην Ιταλία, στην πόλη Μπάρι, όπου τοποθετήθηκαν στην Βασιλική του Αγίου Νικολάου, που θεμελιώθηκε εκεί το 1087 ακριβώς για να στεγάσει τα λείψανα του Αγίου.