Μείωση ΦΠΑ για το 31% των αγαθών που αγοράζει το μέσο ελληνικό νοικοκυριό
Φοροελαφρύνσεις πάνω από 1,4 δισ. ευρώ για τη διετία 2019-2020, μέσω των οποίων επιδιώκονται τόσο -κυρίως- η ανακούφιση των ελληνικών νοικοκυριών όσο και η τόνωση της ανάπτυξης, εξήγγειλε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Μόνο η μείωση των συντελεστών του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας σε τρόφιμα και σε εστίαση (μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση από το 24% στο 13% και μετάταξη όλων των τροφίμων επίσης στον συντελεστή του 13% από 24%) που θα ισχύσει φέτος θα έχει συνολικό δημοσιονομικό κόστος περίπου 260 εκατομμύρια.
Από φέτος θα ισχύσει και η μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια (ηλεκτρισμός και φυσικό αέριο) από τον συντελεστή του 13% στον υπερκπτωτικό συντελεστή του 6%, μέτρο που αφορά κάθε νοικοκυριό, αλλά και επιχειρήσεις.
Για το 2020 προβλέπονται κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης εισοδημάτων έως 20.000 ευρώ και ριζική μείωση συντελεστών εισφοράς αλληλεγγύης για εισοδήματα πάνω από 20.000 ευρώ. Επίσης προβλέπονται δύο μέτρα που αναμένεται να τονώσουν τις επενδύσεις, αύξηση συντελεστή αποσβέσεων επενδύσεων στο 150% και μείωση των συντελεστών φορολόγησης επιχειρήσων το 2021 στο 25%.
Ακόμη, μείωση του μεσαίου συντελεστή ΦΠΑ από 13% σε 11%, επαναφορά μέτρου μείωσης του φόρου εισοδήματος μόνιμου κατοίκου νησιών με πληθυσμό έως 3.100 κατοίκους όπως ίσχυε με τον παλιό Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και μείωση του ΕΝΦΙΑ σε νησιά με πληθυσμό έως 1.000 κατοίκους και μείωση φόρου συνεταιρισμών στο 10%.
Ακόμη προβλέπεται μείωση φόρου συνεταιρισμών στο 10%, έκπτωση 10% στο φορολογητέο εισόδημα των συνεταιρισμένων αγροτών, περαιτέρω μείωση του κόστους θέρμανσης για ορεινές ζώνες της χώρας και επαναφορά μέτρου απαλλαγής τόκων στεγαστικών δανείων πρώτης κατοικίας από το φορολογητέο εισόδημα όπως ίσχυε με τον παλιό Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
Φθηνότερα τα προϊόντα του 31% των μηνιαίων δαπανών
Η μείωση των συντελεστών ΦΠΑ σε εστίαση και τρόφιμα σημαίνει φθηνότερες τιμές σε προϊόντα και υπηρεσίες που σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ. απορροφούν κάθε μήνα σχεδόν το 31% ενός μέσου ελληνικού οικογενειακού προϋπολογισμού.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) το 1 στα 10 ευρώ που ξοδεύει κατά μέσον όρο τα τελευταία χρόνια ένα ελληνικό νοικοκυριό δαπανάται στον χώρο της εστίασης (και ειδικά σε είδη και υπηρεσίες των καφενείων, των καφετεριών, των ζαχαροπλαστείων, των εστιατορίων, των ψητοπωλείων, των οινομαγειρείων και λοιπών συναφών προς αυτές επιχειρήσεων, πλην των κέντρων διασκέδασης, συμπεριλαμβανομένων και των ξενοδοχείων όπου μέρος των δαπανών αφορούν υπηρεσίες εστίασης).
Επί συνολικής μέσης μηνιαίας δαπάνης ανά νοικοκυριό τα 1.414,09 ευρώ το 2017, τα 148,77 ευρώ ή ποσοστό 10,5% επί του συνόλου αφορούσε τον εν λόγω χώρο. Όσον αφορά τα είδη διατροφής, αυτά αντιστοιχούν, σύμφωνα με τη δειγματοληπτική Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών του 2017, που διενεργήθηκε από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. σε δείγμα 6.176 ιδιωτικών νοικοκυριών στο σύνολο της χώρας στο 20,4%.
Φθηνότερη θέρμανση
Μείζονος σπουδαιότητας μέτρο όμως συνιστά και η εξαγγελθείσα μείωση του συντελεστή ΦΠΑ στην ενέργεια, στον ηλεκτρισμό και στο φυσικό αέριο στο 6%, καθώς ενδεικτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για τη χώρα μας, το 25,7% των ελληνικών νοικοκυριών δυσκολεύεται να έχει άνετη πρόσβαση στη θέρμανση τους χειμερινούς μήνες.
Σημειωτέον δε ότι η Ελλάδα με βάση αυτά τα στοιχεία βρίσκεται στην τρίτη υψηλότερη θέση της Ε.Ε. των 28 πίσω μόνο από την πρώτη Βουλγαρία, όπου το ένα στα τρία νοικοκυριά αντιμετωπίζει προβλήματα με την κάλυψη των αναγκών θέρμανσης και τη Λιθουανία με το ποσοστό των οικογενειών που έχουν αντίστοιχα προβλήματα να ανέρχεται σε 28,9%.
Κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης έως τα 20.000 ευρώ
Ανάσα όμως θα πάρουν τα ελληνικά νοικοκυριά και από την κατάργηση από 1ης Ιανουαρίου 2020 της εισφοράς αλληλεγγύης έως 20.000 ευρώ και τη ριζική μείωση της εισφοράς για τα εισοδήματα πάνω από 20.000 ευρώ. Είναι ενδεικτικό ότι για ειδική εισφορά αλληλεγγύης, η οποία επιβάλλεται και σε τεκμαρτά εισοδήματα, αλλά και σε κατηγορίες εισοδημάτων που δεν φορολογούνται, το 2018 το συνολικό βάρος ανήλθε στο ποσό των 616,9 εκατ. ευρώ, που κατανεμήθηκε σε μισθωτούς, συνταξιούχους, αγρότες, επιχειρηματίες και εισοδηματίες.
Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης, που νομοθετήθηκε το 2011 από τον τότε υπουργό Οικονομικών Ευάγγελο Βενιζέλο, ως «προσωρινό» όπως είχε χαρακτηριστεί τότε μέτρο, μονιμοποιήθηκε και αποτελεί μεν μια σημαντική πηγή εσόδων για τον κρατικό προϋπολογισμό, πλην όμως και ένα επιπλέον βάρος για τους φορολογούμενους. Μάλιστα, από τα αναλυτικά στοιχεία της ΑΑΔΕ προκύπτει ότι το περασμένο έτος η ομάδα που επιβαρύνθηκε περισσότερο από την εισφορά ήταν οι εισοδηματίες, οι οποίοι πλήρωσαν συνολικά 203 εκατ. ευρώ. Ακολούθησαν: Οι έχοντες εισοδήματα από την επιχειρηματική δραστηριότητα με ποσό ύψους 179 εκατ. ευρώ. Οι μισθωτοί, οι οποίοι επιβαρύνθηκαν με 106 εκατ. ευρώ. Οι συνταξιούχοι με 101,9 εκατ. ευρώ.
Αναφορικά με τον υπολογισμό της εισφοράς αλληλεγγύης, αυτή επιβάλλεται στο άθροισμα όλων των εισοδημάτων του υπόχρεου ή στο τεκμαρτό, εάν αυτό είναι μεγαλύτερο.
Φορολογική συνείδηση
Σύμφωνα με μελέτη που είχε τον τίτλο “The effect of the VAT rate on tax evasion”, την οποία είχε συντάξει ο καθηγητής του Isenberg School of Management του Πανεπιστημίου της Μασσαχουσέτης Νικόλας Αρταβάνης με βάση τις δηλώσεις ΦΠΑ του συνόλου των επιχειρήσεων εστίασης καθ’ όλην την τετραετία 2010-2013, όταν κατ’ εντολήν της τρόικας αυξήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2011 ο συντελεστής του ΦΠΑ στον κλάδο κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, συρρικνώθηκαν κατά 11,46% οι πωλήσεις.
Όταν ξαναμειώθηκε ο ίδιος συντελεστής ΦΠΑ, πάλι κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 15%. Σύμφωνα με τον ερευνητή, κύριος λόγος δημιουργίας αυτού του φαινομένου ήταν η φοροδιαφυγή. Οι καταστηματάρχες, σύμφωνα με την έρευνα αυτή, αντιμετώπισαν ως «αντικίνητρο» την αύξηση του συντελεστή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας.
Οι ιδεοληψίες και οι αυτοσχεδιασμοί των τότε επικεφαλής της τρόικας Ματίας Μορς (Κομισιόν), Πόουλ Τόμσεν (ΔΝΤ) και Κλάους Μαζούχ (ΕΚΤ) είχαν οδηγήσει σε προβλέψεις για είσπραξη ΦΠΑ από το κράτος χάρη στην αύξηση των συντελεστών του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ ετησίως, πρόβλεψη που την επόμενη χρονιά αναθεωρήθηκε κατά 20% χαμηλότερα για να προκύψει εν τέλει ένα δημοσιονομικό όφελος που δεν έφθανε ούτε καν το ένα έκτο της αρχικής πρόβλεψης, καθώς είχε περιοριστεί μόλις στα 160 εκατομμύρια ευρώ.
ΠΗΓΗ: avgi.gr